Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Σάββατο, Ιουνίου 10, 2006

Το μαγικό βιβλίο


Την πρώτη ερωτική αγωνία την έζησα πριν τον έρωτα. Σε μια ηλικία που ούτε τη λέξη δεν γνώριζα. Και σ' ένα κόσμο χάρτινο...

Μέναμε στο ισόγειο ενός τριωρόφου στην Καστέλα. Ο ιδιοκτήτης ήταν ένας εύπορος βιομήχανος γι αυτό και τα παιδιά του, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι, ζούσαν την απίστευτη για την εποχή χλιδή να διαθέτουν ξεχωριστά δωμάτια. Ήταν όλα τους πολύ μεγαλύτερα από μένα. Ο μικρότερος πήγαινε έκτη δημοτικού όταν εγώ πήγαινα δευτέρα.

Όταν έφτασα στην ηλικία του, η μητέρα του θεώρησε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να μου δώσει (ξεφορτωθεί) κάποια παλιά βιβλία του γυιού της που πλέον απλώς έπιαναν χώρο. Ήταν κάτι δεμένα παραμύθια από τη σειρά το Βιβλίο του Παιδιού, που διηύθυνε η Αντιγόνη Μεταξά, η γνωστή από το ραδιόφωνο θεία Λένα.


Το ένα βιβλίο κατέληξε στην μικρότερη αδελφή μου και θυμάμαι πολύ λίγα γι αυτό. Τα άλλα δύο ήρθαν σε μένα: Ο Λυντερίκ, νομίζω διασκευή από κάποιο των Δουμάδων, και το άλλο ένα απροσδιόριστο Μαγικό Βιβλίο χωρίς αναφορά σε συγγραφέα.


Ο Λυντερίκ τράβηξε την προσοχή μου αμέσως: πρόκειτο για μια Φλαμανδική εκδοχή του μύθου του Ζίγκφριντ, γνωστού από τις όπερες του Βάγκνερ. Το διάβασα μονορούφι και το διηγιόμουνα ξανά και ξανά στους φίλους μου. Τους έδειχνα τις ιπποτικές εικόνες και στα παιχνίδια έπαιρνα το ρόλο του Λυντερίκ.



Το άλλο άργησα να το πιάσω. Πρέπει να ήμουν δώδεκα τότε και ξεκίνησα να το διαβάζω με αρκετή απροθυμία στην αρχή: το βασικό πρόβλημα ήταν ότι το βιβλίο μιλούσε και για κορίτσια κι είχε ένα ζωηρό σε πολλές εικόνες. Δεν το θεωρούσα πολύ ματσό για τα γούστα μου.

Πάντως κάποια στιγμή που ήμουν κρεβατωμένος, κι ελλείψει άλλου, το άρχισα. Μου έκανε καταρχήν εντύπωση η σύμπτωση: το βιβλίο μιλούσε για ένα αγόρι, τον Γιαννάκη, που ήταν πάνω κάτω στην ηλικία μου. Είχε σπάσει το πόδι του κι ήταν καθηλωμένος στο κρεββάτι κι η μητέρα του για να διασκεδάσει την πλήξη του, πήγε και του αγόρασε ένα βιβλίο από ένα μυστήριο μαγαζί μ' έναν εξίσου μυστήριο βιβλιοπώλη. Το βιβλίο ήταν όλο κι όλο οχτώ σελίδες, κάθε μια και μια εικόνα. Καθόλου κείμενο.


Όπως κι εγώ, ο Γιαννάκης στραβομουτσούνιασε στην ιδέα να διαβάσει ένα βιβλίο τόσο καταφανώς για μικρότερες ηλικίες.


Αλλά! Υπάρχει πάντα ένα όμορφο αλλά. Το βιβλίο ήταν μαγικό! Κι εκεί που ο Γιαννάκης χάζευε την πρώτη εικόνα, τσουπ πετιέται από μέσα ένα χαριτωμένο ξανθομάλλικο ξυπόλητο κοριτσάκι και κάθεται στα στρωσίδια του.

Η Ροδούλα, αυτό ήταν το όνομά της, θα γίνει ο ξεναγός του στις ζωγραφιές του βιβλίου. Όχι μεταφορικά. Θα τον τραβάει μέσα σ' αυτές και θα ταξιδεύουν από τη μια στην άλλη. Κάθε εικόνα κι ένας τόπος, μια εποχή, ένας μύθος. Με μια κατάληξη. Ένα χορό στο τέλος σε κάποιο μακρινό κάστρο όπου όποιος χόρευε καλύτερα θα γινόταν βασιλιάς κι άλλα τέτοια γεμάτα καθημερινότητα και ρεαλισμό!


Όμως το ταξίδι δεν ήταν τουρ με το Μάνος ή το Γκίνης, αλλά μια σειρά δυσκολιών, που στην παιδική μου φαντασία παίρναν γιγάντιες διαστάσεις. Και μιας κι η συγκυρία της αρρώστιας τόχε φέρει να ταυτίζομαι υποσυνείδητα με τον Γιαννάκη, άρχισα σιγά σιγά κι υπόγεια να μοιράζομαι τα αισθήματά του για τη Ροδούλα που ήταν μάλλον ... εφηβικά.


Αλλά αυτό το συμπάσχειν είχε κακό τέλος: τα παιδιά έπρεπε να διασχίσουν μια θάλασσα μα στο πρώτο νησί παραφυλούσαν οι γοργόνες, ένα χαρούμενο τσούρμο γκρούπις, με μακρυά μαλλιά στολισμένα με λουλούδια, που τραβούσαν τον Γιαννάκη από το μανίκι για μπάνιο κι έκαναν τη Ροδούλα να ροδίζει από θυμό. Ζήλιες κι αγωνίες για τη Ροδούλα αλλά το αιώνιο θηλυκό τον καταφέρνει τελικά και συνεχίζουν.


Στο επόμενο νησί όμως παραμονεύει ο Νεράιδος, ένας μοναχικός τροβαδούρος της θάλασσας που μαγεύει τη Ροδούλα με το μελαγχολικό του τραγούδι, το ποτισμένο από κείνη τη νοσταλγία που σε κάνει να ξεχνάς δρόμο και προορισμό, και την κάνει να θέλει να μείνει μαζί του για πάντα.


Αυτό δεν το άντεξα. Χωρίς τη λογική που λέει ότι όλα τα παραμύθια έχουν αίσιο τέλος, χωρίς την περιέργεια για το τι θα γίνει παρακάτω, χωρίς φόβο για τις ανιαρές ώρες δίχως διάβασμα, έκλεισα το βιβλίο γιατί η προοπτική να αποχωριστώ -ναι, εγώ πλέον- τη Ροδούλα, μου ήταν αβάσταχτη.


Και δεν το ξανάνοιξα παρά όταν έγινα είκοσι χρονών. Είχε μείνει μέσα μου σα μια πληγή, σαν πρώτος ανεκπλήρωτος έρωτας, σα γεύση προδοσίας, ή απλώς σαν απότομη εισαγωγή στην εφηβεία.


Τότε βέβαια δεν καταλάβαινα τίποτα από αυτά. Απλώς δεν μπορούσα να συνεχίσω. Έλεγα στον εαυτό μου ότι δεν μ' άρεσε το βιβλίο, ότι μπορεί να ήταν μαγικό αλλά η μαγεία ήταν μαύρη κι εγώ είχα άλλα να κάνω. Και μόλις έγινα καλά, χύθηκα στους δρόμους για ποδόσφαιρο.


Βέβαια ο μύθος με παραμόνευε στο όνειρο (δες το σχετικό ποστ) και τώρα που το σκέφτομαι, τα βιβλία που δεν είναι μαγικά, κάπως έτσι δεν τελειώνουν;