Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τετάρτη, Ιουνίου 07, 2006

Μια Ελληνίδα στο τζαμί


Το τελευταίο ποστ της lemon με τα κρεμασμένα χαλιά κίνησε τους τροχούς της μνήμης κι έφερε στην επιφάνεια μια όμορφη ανάμνηση από ένα ταξίδι στο Μαρακές.

Είχα βρεθεί εκεί με την εταιρεία που δούλευα τότε, σε ένα ταξίδι δώρο γιατί είχε πάει καλά η χρονιά. Δεν μιλάμε για μια μικρή εκδρομή για δυο τρία άτομα αλλά ένα μεγάλο ταξίδι για περίπου τριακόσιους συμμετέχοντες από καμιά δεκαριά χώρες.
Οι περισσότεροι είχαν έρθει με συζύγους ή συντρόφους αλλά εγώ ήμουνα μόνος γιατί εκείνη την εποχή βρισκόμουν εν αναμονή ενός διαζυγίου. Έτσι είχα την άνεση να μένω παράμερα και να παρατηρώ.
Ανάμεσα στους λίγους παράταιρους της τεράστιας αυτής ανθρωποσύναξης ήταν και μια νέα κοπέλλα, φίλη (αλλά όχι γκόμενα) ενός νεαρού συναδέλφου. Ήταν μια μικρή πολύχρωμη ζωηρή μυίγα σε ένα τεράστιο κάδο γιαπόγαλα. Και γι αυτό μου τράβηξε την προσοχή. Δήλωσε εξ αρχής ότι εκείνη ήρθε να δει το Μαρόκο και δεν έδινε διάρα τσακιστή για τις εκδρομές και τα φαγοπότια μας αλλά ακολουθούσε μόνο όπου έκρινε ότι την ενδιαφέρει: κάποια παλάτια, την πλατεία Τζαμάλ,την έρημο, το όρος Άτλας...

Γρήγορα άρχισε να βγάζει 'κακό' όνομα κι οι κυρίες της παρέας αναρωτιόντουσαν τι συνέβαινε με το φίλο της. Το κάνανε, είχαν μαλώσει, γιατί τον έφτυνε κι αυτός γιατί την απέφευγε; Τέτοια σημαντικά και δυσεπίλυτα προβλήματα ήταν στην ημερήσια ατζέντα.

Η αλήθεια είναι ότι η μικρή -γύρω στα 23- ήταν απλώς ένα διαφορετικό πλάσμα και δεν χωρούσε στις νόρμες τους. Είχε μια δίψα να δει και να μάθει και μια τόλμη που εμένα τουλάχιστον με είχαν εντυπωσιάσει. Μετρίου αναστήματος, μελαχρινή και με τα μαλλιά πιασμένα σε δυο κοτσιδάκια, έμοιαζε κάπως καρτουνίστικη φιγούρα, εντύπωση που ενέτεινε το έντονου κόκκινου χρώματος σαλβάρι της.

Το μυαλό της είχε μια πυξίδα που έδειχνε μονίμως την αντίθετη κατεύθυνση από κει που πήγαινε το πλήθος. Τρύπωνε σε ανυπόληπτα μαγαζάκια, συνδιαλεγόταν με τους ντόπιους που την κοίταγαν με λιγωμένα βλέμματα, ξεμάκραινε στα χωριά που σταματούσαμε για να δει πως ζουν οι ντόπιοι, έψαχνε να αγοράσει κοράνια αλλά ποτέ δεν την ικανοποιούσε κάτι.

Σε μια βόλτα με το πούλμαν περάσαμε έξω από την Αλ Κουτούμπια, το μεγάλο τζαμί του Μαρακές, που είχε πάρει το όνομά τους από τους πωλητές χειρογράφων που σύχναζαν γύρω του (κιτάμπ, ελληνιστί κιτάπι, ίσον βιβλίο).
Το τζαμί περιβάλλεται από μεγάλο κήπο κι η άκρη του είναι το κοντινότερο που μπορεί να πλησιάσει ένας μη μουσουλμάνος.
Τη θυμάμαι να το κοιτάζει γοητευμένη και να μου δηλώνει "Εγώ εκεί θέλω να πάω". Δεν έδωσα σημασία βέβαια, γιατί δεν την ήξερα αρκετά.

Την επόμενη, μετά από μιά εκδρομή που είχε απουσιάσει, την είδα να πλησιάζει με θριαμβευτικό χαμόγελο.
"Πήγα", μου δήλωσε.
"Που;"
"Στην Κουτούμπια".
"Πλάκα μου κάνεις".
"Οχι, όχι αλήθεια" Μου έδειξε την κελεμπία γαλάζιου χρώματος που κρατούσε. Είχαμε πάρει όλοι ανάλογο δώρο όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Ήταν μακρυά και με κουκούλα.
Ντυμμένη μ' αυτήν το δαιμόνιο μικρό, προχώρησε προς το τζαμί, μπήκε, και μιμήθηκε τους πιστούς στην προσευχή τους.
Προφανώς κίνησε την περιέργεια κάποιων που την ρώτησαν. Δήλωσε ευρωπαία μουσουλμάνα στα γαλλικά κι αυτοί μάλλον προσποιήθηκαν ότι την πίστεψαν. Κι αφού χόρτασε το τζαμί και το κατόρθωμά της ήρθε να μου το αναγγείλει, γιατί είχαμε πιάσει φιλίες.

Αν πω ότι δεν την θαύμασα, θάμαι ψεύτης. Αν πω ότι δεν την ζήλεψα θάμαι δυό φορές ψεύτης.

Μετά από τρία χρόνια την ξαναείδα στην πόλη που μένει. Σχεδόν δεν την γνώρισα. Το κορίτσι είχε εξαφανιστεί. Την ξεχειλίζουσα ζωτικότητα και τόλμη είχε αντικαταστήσει μια ελαφριά συστολή, το παρδαλό ντύσιμο μια προσεγμένη εμφάνιση και τα τρελά κοτσίδια μια σικ κουπ.

Μου μίλησε για τη ζωή της, τη δουλειά της και τα προβλήματα της σχέσης της. Σαν να ήταν άλλος άνθρωπος. Δεν έβρισκα εξήγηση.
Στο τέλος μου είπε ότι ήθελε να παντρευτεί γιατί μεγαλώνει και στα μέρη της μια γυναίκα είναι δύσκολο να μένει μόνη. Ένοιωσα να μου κλέβει το κορίτσι που θαύμασα. Αλλά δεν έφταιγε εκείνη. Το νάσαι γυναίκα στην ελληνική επαρχία σημαίνει συνεχώς να σε κλέβουν.
Κι εκεινής της κλέψαν τα πιό πολύτιμα κι ας ήταν άχρηστα σε οποιονδήποτε άλλον.