Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Κυριακή, Νοεμβρίου 26, 2006

Το καπέλλο

Ο Ερρίκος Δ., κύριος τεσσαρακοντούτης και βάλε, εργένης από πεποίθηση και μοναχικός λόγω του άτολμου χαρακτήρα του, συνήθιζε τα πρωινά των Κυριακών, όταν ο καιρός το επέτρεπε, αλλά κι όταν όχι, να πηγαίνει για περίπατο στον Εθνικό Κήπο.

Ακολουθούσε την ίδια πάντα διαδρομή, ξεκινώντας από την είσοδο της Αμαλίας, όπου και αγόραζε σουσαμένιο κουλούρι. Έπειτα περνούσε από τη λιμνούλα με τις πάπιες, κι ας μην υπήρχε καμιά πια. Ανέβαινε στο γεφυράκι και πέταγε μερικά κομμάτια ψίχα στον πυθμένα της άδειας λιμνούλας. Έτσι, σαν σπονδή, σαν ευλάβεια προς μιαν άλλην εποχή. Έπειτα περνούσε δίπλα από τα κλουβιά με τα ζώα για να κατευθυνθεί στο κάτω μέρος του κήπου, αυτό μεταξύ Ηρώδου του Αττικού και του δρόμου του Ζαππείου. Εκεί, σε μια μικρή στρογγυλή πλατειούλα, έψαχνε πάντα το ίδιο παγκάκι που αν έβρισκε κατειλημμένο, ακόμα κι από γάτα, δυσαρεστούνταν εντόνως, έκανε μια μακρινή παράκαμψη κι επέστρεφε τόσες φορές όσες χρειαζόταν να απομακρυνθεί ο ανεπιθύμητος σφετεριστής.

Εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη δεν υπήρχε σφετεριστής. Υπήρχε κάτι άλλο όμως που του προκάλεσε μια μικρή αμηχανία. Ένα ξεχασμένο καπέλο. Πριν αποφασίσει να καθίσει προβληματίστηκε γιατί σκέφτηκε ότι σύντομα ο επιλήσμων ιδιοκτήτης της παλιάς ρεπούμπλικας θα επέστρεφε να αναζητήσει το προσφιλές του σκέπασμα της κεφαλής. “Κανένα γερόντιο, σίγουρα”, σκέφτηκε ο Ερρίκος Δ. Μη νοιώθοντας αρκετά απειλητική την ενδεχόμενη άφιξη ενός γερόντιου που θα αναζητούσε το ξεχασμένο καπέλο, έκατσε στο παγκάκι, στην άλλη άκρη, σχεδόν στο χείλος, και περίμενε. Συνήθως εδώ έβγαζε την πίπα του και κάπνιζε αργά και νωχελικά. Το ίδιο έκανε και τώρα αλλά δεν απολάμβανε τον καπνό γιατί αυτή η μικρή διαταραχή της συνήθους ανάπαυλας στο παγκάκι -το καπέλο- , αναστάτωνε τον υποχόνδριο ψυχισμό του.

Μετά την δεύτερη στη σειρά πίπα, κι αφού ο ιδιοκτήτης του καπέλου αρνιόταν πεισματικά να φανεί, ο Ερρίκος Δ. έκανε μια κίνηση εντελώς απρόβλεπτη και απονενοημένη για τα δικά του δεδομένα. Πήρε το καπέλο και το φόρεσε.

Στην αρχή ένοιωσε λίγο γελοίος κι έριξε ανήσυχα βλέμματα γύρω του. Μη βλέποντας κανένα στον ορίζοντα, αναθάρρησε. Το καπέλο του ερχόταν μικρό αλλά άφηνε ένα ευχάριστο αίσθημα ζέστης στο καραφλό του κεφάλι. Ένοιωσε αυτή τη θαλπωρή να κατεβαίνει αργά αργά, πιο βαθεία, ίσια στην ψυχή του.

Ξάπλωσε πιο αναπαυτικά στο παγκάκι σταύρωσε τα πόδια, κάτι που δεν συνήθιζε και άρχισε την τρίτη πίπα αυτή τη φορά απολαμβάνοντάς την τα μάλα.

Το μυαλό του λύθηκε κατά κάποιο τρόπο, και σα σκυλί που του βγάζεις το λουρί, άρχισε να τρέχει ζωηρά στο πάρκο των σκέψεων και των αναμνήσεών του.

Συνάντησε γνωστά του πρόσωπα, τη μάνα του που είχε πεθάνει πριν λίγα χρόνια, τον πατέρα του που έχασε παιδί, τον ένα και μοναδικό έρωτά του, εκείνο το κορίτσι το γυμνάσιο που όταν έσκυψε να της πιάσει την πεσμένη γόμα, του χαμογέλασε καλόκαρδα…

Ύστερα η σκέψη του ταξίδεψε σε άγνωστα μονοπάτια, αφήνοντας πίσω με κάποια ανακούφιση τα συνήθη. Θαμπά στην αρχή κι ύστερα πιο καθαρά άρχισε να βλέπει μια γυναικεία φιγούρα. Φορούσε ρούχα περασμένης εποχής, όχι πολύ μακρινής, πενήντα χρόνια πίσω. Τον κοιτούσε ίσια στα μάτια, έντονα, λατρευτικά κι είχε χαραγμένη στο πρόσωπο της έκφραση χαράς ανάμικτης με πόνο. Όμως τι ήταν αυτό που διέκρινε πίσω από το βλέμμα της και γιατί τον κοιτούσε τόσο έντονα; Τον κοιτούσε; Ίσως. Αλλά αυτός δεν ήταν αυτός στη φαντασίωσή του. Ήταν ένας ψηλός, μελαχρινός νέος που κοιτούσε με τη σειρά του τη γυναίκα με τον ίδιο πόνο και την ίδια λατρεία. Γιατί όμως δεν πλησίαζαν; Γιατί δεν αγγίζονταν;

Ο Ερρίκος Δ. στεκόταν από μια μεριά παρατηρητής στην ίδια του τη σκέψη. Ήταν όμως και μέρος των δρώμενων. Ταυτόχρονα. Δεν επρόκειτο για κάποιο φαντασιακό ρόλο. Γιατί δε γνώριζε τη συνέχεια. Εκείνο για το οποίο ήταν σίγουρος, ήταν πως η καχεκτική ψυχή του δρασκέλιζε με μεγάλο διασκελισμό τις εκτάσεις άγνωστων -και όμορφων όσο και μελαγχολικών- συναισθημάτων.

Έμεινε σ’ αυτήν την σχεδόν υπερβατική κατάσταση για πολλή ώρα. Κι ίσως θα έμενε για περισσότερο αν δεν τον “ξυπνούσε” ένα απαλό σκούντημα στον ώμο.

‘Ενας ψηλός ευθυτενής ηλικιωμένος κύριος στεκόταν μπρος του.

“Θα μπορούσατε να μου δίνατε το καπέλο μου;”, είπε, αφού χαμογέλασε καλόκαρδα.

Ο Ερρίκος Δ. σάστισε για λίγο και μετά με μια σπασμωδική κίνηση έβγαλε το καπέλο και του το έδωσε, σχεδόν του το πέταξε, ψελλίζοντας συγχρόνως κάποια αδέξια δικαιολογία.

Χωρίς να προσβληθεί ή ξαφνιαστεί ο γηραιός κύριος, το έπιασε με τρυφερότητα, το χάιδεψε λίγο, κι ύστερα το έβαλε στο κεφάλι του.

“Είναι παλιό” είπε, ” αλλά δεν μπορώ να το αποχωριστώ. Ήταν του πατέρα της και μου το χάρισε λίγο πριν πεθάνει”.

“Ποιας;”, ρώτησε το Ερρίκος Δ. και ξαφνιάστηκε με την αποκοτιά του.

“Της Μαρίας, της αρραβωνιαστικιάς μου”, απάντησε ο γέρος και βλέποντας το σαστισμένο ύφος του Ερρίκου Δ. συμπλήρωσε, ” όταν ήμουν είκοσι πέντε χρονών παλληκάρι, πενήντα χρόνια πριν”.

“Αααα”, έκανε ο Ερρίκος Δ. μη έχοντας ακριβώς καταλάβει αλλά ο άλλος τον πρόλαβε.

“Δεν προλάβαμε να παντρευτούμε. Πέθανε νέα.”

“Λυπάμαι…”

“Ω, μη λυπάστε, πάνε τόσα χρόνια πια κι άλλωστε σε λίγο θα βρεθούμε”

“Θα βρεθείτε;”

“Ναι, εννοώ…, καταλαβαίνετε, είμαι μεγάλος πια…”

Κατάλαβε και δεν μπόρεσε να πει κάτι. Χίλιες σκέψεις τριγύριζαν τώρα στο μυαλό του. Χίλια ερωτήματα από τα οποία όμως δεν άρθρωσε κανένα.

Εκτός από τούτο:

“Την αγαπούσατε πολύ;” είπε και κοκκίνισε τόσο έντονα από ντροπή για την αδιάκριτη αυτή ερώτηση που φαινόταν σαν άνθρωπος πριν την αποπληξία.

Ο γέρος όμως δεν έδειξε ούτε να θίγεται, ούτε να ξαφνιάζεται.

“Μα βέβαια! Ήταν η μόνη γυναίκα που αγάπησα. Και την αγαπάω ακόμη”

Και μ’ αυτά τα λόγια χαιρέτησε με μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού κι απομακρύνθηκε με σταθερό βήμα.

Ο Ερρίκος Δ. ξανάκατσε στο παγκάκι από οποίο είχε πεταχτεί όρθιος με το ξάφνιασμα.

´Ενοιωθε αναποφάσιστος. Για ποιο πρόγμα όμως; Για το που θα πήγαινε από δω και πέρα ίσως; Ζήλεψε το γέρο. Κι αυτός μόνος ήταν αλλά δεν ήταν εγκλωβισμένος σε καμιά μιζέρια. Κι ύστερα φαινόταν πόσο την αγαπούσε αυτή τη γυναίκα…

Ποιά γυναίκα;

Και το πρόσωπο στη ονειροφαντασία του ζωντάνεψε για μια στιγμή πάλι.

Αυτήν!

Μα πως;;;

Μα, ναι!!!!

Ο νους του άστραψε και του τα αποκάλυψε όλα. Και για πρώτη φορά σήκωσε το κεφάλι ψηλά και έψαξε με το βλέμμα τις κορυφές των δέντρων που λυγίζουν αλαφρά στο πάτημα των αγγέλλων.

Και να, αυτή η κορφή λύγισε.

Ο Ερρίκος Δ. ανατρίχιασε, σήκωσε το χέρι σε χαιρετισμό κι έφυγε από τον κήπο.

Δεν ξαναγύρισε ποτέ.

Δεν χρειάστηκε.