Η πλάνη του τέλειου Λεξικού
Διαβάζω ένα πολύ ενδιαφέρον και απολαυστικό βιβλίο αυτές τις μέρες: την Τέχνη του Στίχου, του Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Πέραν του περιεχομένου, βρίσκω και το περιέχον απολαυστικό: το σκληρό εξώφυλλο, τη γραμματοσειρά, τους τίτλους των κεφαλαίων με κεραμιδί χρώμα στο κάτω μέρος κάθε δεξιάς σελίδας, τη μια μικρή συνοδευτική φιοριτούρα κ.α.
Το βιβλίο είναι μια σειρά διαλέξεων που δόθηκαν στα πλαίσια των διαλέξεων Norton στο Harvard το 1967 και παρέμειναν ανέκδοτες μέχρι το 2000!
Η απόλαυση της ανάγνωσης του βιβλίου είναι τριπλή:
α. Το πνεύμα του Μπόρχες περιφέρεται σαν πνεύμα θεού επάνω των υδάτων της ποιητικής δημιουργίας και με λέξεις - δημιουργικές προσταγές εισάγει χωρίς να δογματίζει στο θέμα της ποίησης.
β. Η επιλογή των παραδειγμάτων του γίνεται από την παγκόσμια λογοτεχνία (εν τάξει η Δύση έχει την πρωτοκαθεδρία, αλλά δεν αγνοούνται Ισλάμ, Κίνα, Ινδία κ.α.) και μάλιστα από έργα παλιά ως αρχαία. Εξ αιτίας αυτής της επιλογής ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά, παλαιοαγγλικά, κέλτικα, αραβικά, εβραϊκά κι ελληνικά αποσπάσματα γλωσσών στο πρωτότυπο (ευτυχώς συνοδευόμενα από μετάφραση) που το κάνουν ένα ευχάριστο αραβούργημα.
γ. Τελικά το βιβλίο μας μιλάει τόσο για τον στίχο όσο και για τον Μπόρχες και γι αυτό είναι μια ιδιότυπη πνευματική “αυτοβιογραφία”.
Ο λόγος όμως που ξεκίνησα να γράφω αυτό το ποστ δεν είναι το βιβλίο αλλά κάτι που διάβασα σ’ αυτό και που βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Ο Alfred North Whitehead, ο συγγραφέας μαζί με τον Bertrand Russell του Principia Mathematica, αυτού του μνημειώδους έργου της φιλοσοφίας και της λογικής, είχε διατυπώσει την άποψη ότι ανάμεσα στις πολλές πλάνες υπάρχει κι η πλάνη του τέλειου Λεξικού, η πλάνη δηλαδή του να πιστεύει κανείς ότι για το κάθε τι που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, για κάθε δήλωση, για κάθε αφηρημένη ιδέα, μπορεί να βρει κανείς ένα αντίστοιχο, ένα ακριβές σύμβολο, στο λεξικό!
Ως συνήθως ρίχνω στο ‘χαρτί’ μερικές χύμα ιδέες επί του θέματος, χωρίς καμιά επεξεργασία ή έρευνα:
Η πλάνη του τέλειου Λεξικού νομίζω έχει Εβραϊκή καταγωγή. Η διαδικασία της δημιουργίας του κόσμου με την επίκληση “Γεννηθήτω Φώς” στη Βίβλο είναι η πρώτη καταδήλωση της πίστης στην άρρηκτη σχέση του πράγματος με το όνομά του. Κι η γνώση του ονόματος δίνει στην Καμπαλά εξουσία επί του ονομαζόμενου. Το όνομα συνεπώς είναι ιδιότητα του πράγματος (=όντος), έχει σχέση με την αντικειμένική του υπόσταση και δεν είναι μια σύμβαση της ανθρώπινης γλώσσας και κοινωνίας. Άν είναι ιδιότητα του όντος, τότε κάθε όν έχει όνομα.
Όχι μακρυά, στον κόσμο του Ισλάμ, μιλάνε για τα 99 ονόματα του Θεού και το κρυφό εκατοστό με τις άγνωστες μυστικές ιδιότητες.
Τέτοιες αντιλήψεις έχουν περάσει και στον δυτικό κόσμο υπόγεια σαν νοοτροπεία (ρωτάς το γιατρό π.χ. γιατί πονάει ο λαιμός σου και σου λέει γιατί έχεις φαρυγγίτιδα(!) λες κι η επινόηση ενός ονόματος και απόδοσή του σ’ ένα σύμπτωμα να υποστασιοποιεί και μια ‘ασθένεια’) .
Η πλάνη του τέλειου λεξικού πάει ακόμα παραπέρα: όχι μόνο ότι υπάρχει έχει όνομα, αλλά κι ότι υπάρξει θα μπορεί να ονομαστεί.
Ονομάζοντας αυτή την πεποίθηση πλάνη έχουμε προκαταλάβει διαθέσεις. Πρέπει όμως να θέσουμε το ερώτημα.
Είναι έτσι; Μπορεί κάθε τι να ονομαστεί;
Ο κοινός νους θα μας πει ναι. Ο ποιητικός νους (κι όταν λέω ποιητικός, εννοώ ο καλλιτεχνικός) όμως θα μας πει όχι. Γιατί; Γιατί ο ποιητικός νους υπάρχει ακριβώς για να καταδεικνύει ότι δεν μπορεί να ονομαστεί. Μπορούμε να φανταστούμε τον έρωτα που νοιώθει ο κάθε άνθρωπος όμοιο με τον έρωτα του άλλου, ή με του ίδιου του εαυτού του σε διαφορετικό χρόνο; Προφανώς όχι. Κι όμως το όνομα είναι κοινό. Είναι λόγοι οικονομίας ή αδυναμίας που επιβάλουν κάτι τέτοιο; Πιστεύω αδυναμίας. Μέσα στη γλώσσα μπορούν να υπάρξουν μόνο τόσες γλωσσικές κατασκευές όσες κρίνονται απαραίτητες για την κοινή συνεννόηση και στα όρια που μπορεί να αγγίξει το συλλογικό κι ατομικό ανθρώπινο μνημονικό.
Οι ανθρώπινες καταστάσεις όμως και βιώσεις είναι υπερσύνολο αυτού του γλωσσικού πλήθους. Ευτυχώς. Γιατί αν δεν ήταν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε μοναδικές λέξεις για μοναδικές καταστάσεις που μόνο ένας άνθρωπος αντιλαμβανόταν. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα είχε νόημα και σκοπό. Ο εκφέρων το μοναδικό όνομα δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει τίποτα μ’ αυτό αφού μόνος αυτό θα το γνώριζε.
Ο ποιητικός νους όμως μπορεί να επικοινωνήσει με άλλα μέσα αυτό που δεν μπορεί μονοσήμαντα να κατονομαστεί. Μπορεί να κάνει χρήση λέξεων που δεν κατονομάζουν μεν, αλλά κατά περίσταση και συνθήκη σημειοδοτούν, εγείρουν συναισθήματα, ανακαλούν παραστάσεις κτλ έτσι που το ‘νόημα’ να γίνεται αντιληπτό δια του ‘συμπάσχειν’ κι όχι δι ενός προκαθορισμένου γλωσσικού συμβόλου. Και τελικά να επέρχεται συν-εννόηση.