Το τέλι του Αριστοτέλη
Πολύς ο λόγος για το Όργανο του Αριστοτέλη. Και για κάτι που αφορά τη λογική ο λόγος είναι το αναμενόμενο.
Η λέξη όργανο για το περί λογικής έργο του Αριστοτέλη είναι μεταφορική, καθώς δεν πρόκειται για κανένα κατσαβίδι ούτε για εκκλησιαστικό όργανο. Μεταφορική και γι αυτό ποιητική πράγμα που μας δίνει την άδεια να παίξουμε με την μεταφορά και να την μεταφέρουμε εκεί που θέλουμε.
Εν προκειμένω, για μένα το Όργανο του Αριστοτέλη είναι ένα μπαγλαμαδάκι. Κι αρχές της Λογικής τα τέλια του. Και το τέλι το πιο πονιάρικο είναι η αρχή της μη αντίφασης, ότι δηλαδή μια πρόταση δεν μπορεί να είναι αληθής και ψευδής συγχρόνως.
Κι όμως!
Τίποτα πιο ψευδές από την αδιαμφισβήτητη αλήθεια αυτής της πρότασης. Αρκεί απλώς να αλλάξεις το πεδίο αναφοράς.
Αν πεις π.χ. κάτι με το ρήμα “Θέλω” , ας πούμε, “θέλω να πάω σινεμά” διατυπώνεις μια πρόταση που αναφέρεται σε μια επιθυμία και είναι “αληθής”, είναι όμως εξίσου αληθής με την πρόταση “θέλω να μείνω σπίτι να χουζουρέψω”. Παρότι η αντιδιαστολή τέτοιων προτάσεων στα εγχειρίδια της λογικής σπανίζει (θυμάμαι εκείνο τον δόλιο το Σωκράτη που χρησιμοποιούσε ο Παπανούτσος κατά κόρον…) είναι κοινός τόπος της καθημερινής εμπειρίας: όταν μας ρωτούν κάτι που αφορά τις διαθέσεις μας απαντάμε συχνά μ’ ένα “θέλω και δε θέλω”. Καλύπτουμε τον “θυμό” μας απ’ όλες τις πλευρές, είμαστε αμφίθυμοι.
Πως γίνεται μια τόσο βασική αρχή της λογικής να βρίσκεται σε κατάφωρη αντίθεση με μια αρχή της ψυχολογίας; Να ένα θέμα που θα πρέπει να είχε πονοκεφάλιασει τον παρατηρητικό Περιπατητικό. Γιατί δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάτι τέτοιο θα του ξέφευγε του γερο-Αριστοτέλη. Ίσως όμως να τον φόβιζε ότι στα ψυχολογικά θέματα υπήρχαν απαντήσεις ταυτόχρονα αληθείς και αμοιβαία αποκλειόμενες. Αν δε του προσέπεφτε κανένας νέος ερωτευμένος μαθητής που δυο διαφορετικές αιθέριες υπάρξεις του ‘χαν κλέψει την καρδιά και δεν μπορούσε να αποφασίσει με ποια να πάει και ποια να αφήσει, ο Λυκειάρχης Αριστοτέλης, αντί να φιλοσοφεί, μάλλον θα το ‘ριχνε στην παρηγορητική πενιά. Γι αυτή την άγνωστη τοις πολλοίς μέθοδο, την καταφυγή στην τέχνη για όσα δε βάζει η λογική, μπορεί να πήρε και τ’ όνομά του: Αριστο-τέλι.
Πολύς ο λόγος για το Όργανο του Αριστοτέλη. Και για κάτι που αφορά τη λογική ο λόγος είναι το αναμενόμενο.
Η λέξη όργανο για το περί λογικής έργο του Αριστοτέλη είναι μεταφορική, καθώς δεν πρόκειται για κανένα κατσαβίδι ούτε για εκκλησιαστικό όργανο. Μεταφορική και γι αυτό ποιητική πράγμα που μας δίνει την άδεια να παίξουμε με την μεταφορά και να την μεταφέρουμε εκεί που θέλουμε.
Εν προκειμένω, για μένα το Όργανο του Αριστοτέλη είναι ένα μπαγλαμαδάκι. Κι αρχές της Λογικής τα τέλια του. Και το τέλι το πιο πονιάρικο είναι η αρχή της μη αντίφασης, ότι δηλαδή μια πρόταση δεν μπορεί να είναι αληθής και ψευδής συγχρόνως.
Κι όμως!
Τίποτα πιο ψευδές από την αδιαμφισβήτητη αλήθεια αυτής της πρότασης. Αρκεί απλώς να αλλάξεις το πεδίο αναφοράς.
Αν πεις π.χ. κάτι με το ρήμα “Θέλω” , ας πούμε, “θέλω να πάω σινεμά” διατυπώνεις μια πρόταση που αναφέρεται σε μια επιθυμία και είναι “αληθής”, είναι όμως εξίσου αληθής με την πρόταση “θέλω να μείνω σπίτι να χουζουρέψω”. Παρότι η αντιδιαστολή τέτοιων προτάσεων στα εγχειρίδια της λογικής σπανίζει (θυμάμαι εκείνο τον δόλιο το Σωκράτη που χρησιμοποιούσε ο Παπανούτσος κατά κόρον…) είναι κοινός τόπος της καθημερινής εμπειρίας: όταν μας ρωτούν κάτι που αφορά τις διαθέσεις μας απαντάμε συχνά μ’ ένα “θέλω και δε θέλω”. Καλύπτουμε τον “θυμό” μας απ’ όλες τις πλευρές, είμαστε αμφίθυμοι.
Πως γίνεται μια τόσο βασική αρχή της λογικής να βρίσκεται σε κατάφωρη αντίθεση με μια αρχή της ψυχολογίας; Να ένα θέμα που θα πρέπει να είχε πονοκεφάλιασει τον παρατηρητικό Περιπατητικό. Γιατί δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάτι τέτοιο θα του ξέφευγε του γερο-Αριστοτέλη. Ίσως όμως να τον φόβιζε ότι στα ψυχολογικά θέματα υπήρχαν απαντήσεις ταυτόχρονα αληθείς και αμοιβαία αποκλειόμενες. Αν δε του προσέπεφτε κανένας νέος ερωτευμένος μαθητής που δυο διαφορετικές αιθέριες υπάρξεις του ‘χαν κλέψει την καρδιά και δεν μπορούσε να αποφασίσει με ποια να πάει και ποια να αφήσει, ο Λυκειάρχης Αριστοτέλης, αντί να φιλοσοφεί, μάλλον θα το ‘ριχνε στην παρηγορητική πενιά. Γι αυτή την άγνωστη τοις πολλοίς μέθοδο, την καταφυγή στην τέχνη για όσα δε βάζει η λογική, μπορεί να πήρε και τ’ όνομά του: Αριστο-τέλι.
Πολύς ο λόγος για το Όργανο του Αριστοτέλη. Και για κάτι που αφορά τη λογική ο λόγος είναι το αναμενόμενο.
Η λέξη όργανο για το περί λογικής έργο του Αριστοτέλη είναι μεταφορική, καθώς δεν πρόκειται για κανένα κατσαβίδι ούτε για εκκλησιαστικό όργανο. Μεταφορική και γι αυτό ποιητική πράγμα που μας δίνει την άδεια να παίξουμε με την μεταφορά και να την μεταφέρουμε εκεί που θέλουμε.
Εν προκειμένω, για μένα το Όργανο του Αριστοτέλη είναι ένα μπαγλαμαδάκι. Κι αρχές της Λογικής τα τέλια του. Και το τέλι το πιο πονιάρικο είναι η αρχή της μη αντίφασης, ότι δηλαδή μια πρόταση δεν μπορεί να είναι αληθής και ψευδής συγχρόνως.
Κι όμως!
Τίποτα πιο ψευδές από την αδιαμφισβήτητη αλήθεια αυτής της πρότασης. Αρκεί απλώς να αλλάξεις το πεδίο αναφοράς.
Αν πεις π.χ. κάτι με το ρήμα “Θέλω” , ας πούμε, “θέλω να πάω σινεμά” διατυπώνεις μια πρόταση που αναφέρεται σε μια επιθυμία και είναι “αληθής”, είναι όμως εξίσου αληθής με την πρόταση “θέλω να μείνω σπίτι να χουζουρέψω”. Παρότι η αντιδιαστολή τέτοιων προτάσεων στα εγχειρίδια της λογικής σπανίζει (θυμάμαι εκείνο τον δόλιο το Σωκράτη που χρησιμοποιούσε ο Παπανούτσος κατά κόρον…) είναι κοινός τόπος της καθημερινής εμπειρίας: όταν μας ρωτούν κάτι που αφορά τις διαθέσεις μας απαντάμε συχνά μ’ ένα “θέλω και δε θέλω”. Καλύπτουμε τον “θυμό” μας απ’ όλες τις πλευρές, είμαστε αμφίθυμοι.
Πως γίνεται μια τόσο βασική αρχή της λογικής να βρίσκεται σε κατάφωρη αντίθεση με μια αρχή της ψυχολογίας; Να ένα θέμα που θα πρέπει να είχε πονοκεφάλιασει τον παρατηρητικό Περιπατητικό. Γιατί δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάτι τέτοιο θα του ξέφευγε του γερο-Αριστοτέλη. Ίσως όμως να τον φόβιζε ότι στα ψυχολογικά θέματα υπήρχαν απαντήσεις ταυτόχρονα αληθείς και αμοιβαία αποκλειόμενες. Αν δε του προσέπεφτε κανένας νέος ερωτευμένος μαθητής που δυο διαφορετικές αιθέριες υπάρξεις του ‘χαν κλέψει την καρδιά και δεν μπορούσε να αποφασίσει με ποια να πάει και ποια να αφήσει, ο Λυκειάρχης Αριστοτέλης, αντί να φιλοσοφεί, μάλλον θα το ‘ριχνε στην παρηγορητική πενιά. Γι αυτή την άγνωστη τοις πολλοίς μέθοδο, την καταφυγή στην τέχνη για όσα δε βάζει η λογική, μπορεί να πήρε και τ’ όνομά του: Αριστο-τέλι.