Ασκήσεις ζήλιας
Καθώς έμπαινε στο πάρτι κρατώντας αγκαζέ τον άντρα της, διέτρεξε γρήγορα με τα μάτια την αίθουσα. Ανησύχησε για λίγο αλλά κάτι πρόσεξε και ηρέμησε.
Ύστερα από τις απαραίτητες χαιρετούρες είπε στον άντρα της να του συστήσει κάποιες φίλες της. Άλλωστε δική της φίλη έκανε το πάρτι κι αυτός δεν γνώριζε κόσμο.
Πλησίασε σε ένα πηγαδάκι από τρεις κούκλες , μια ξανθιά, μια μελαχρινή και μια καστανή, της χαιρέτησε και είπε: “Να σας συστήσω τον Αλέκο, τον άνδρα μου”.
Χειραψίες, χαμόγελα, ματιές. Ο Αλέκος μάλλον απολάμβανε την παρέα. Φαινόταν στο χαμόγελό του.
“Αλέκο, διψάω. Θα φέρεις κάτι να πιούμε;”
“Ναι, τρέχω. Μήπως θέλουν κάτι κι οι κοπέλες;”, ρώτησε παρότι έβλεπε τα ποτήρια στα χέρια τους. Η μελαχρινή του είπε όχι ναζιάρικα, ενώ οι άλλες δύο φορούσαν απλώς τα πιο λαμέ χαμόγελα. Χαμόγελα γόβα στιλέτο!
“Πρέπει να ονειρεύομαι” σκεφτόταν στον δρόμο προς την κουζίνα. “Και μου τις σύστησε μόνη της! Μα, που τις ξέρει; Δεν τις έχω ξανακούσει ποτέ. Και τι ονόματα: Λευκή η ξανθιά, Μαρίνα η καστανή κι η μελαχρινή Νιόβη! Πρέπει να ονειρεύομαι.”
Μετά από λίγο ψάξιμο “που είναι τα ποτά;”, “που τα παγάκια;” “έχει χυμό πορτοκάλι;” κτλ έσπευσε να γυρίσει στην ομήγυρη των τεσσάρων. Δεν είδε τη γυναίκα του. Δεν ενοχλήθηκε. Ρώτησε τις άλλες που πήγε. Τουαλέτα, του είπαν και χαμογέλασε γιατί έτσι ήξερε ότι θα είχε δέκα λεπτά μόνος με τις τρεις ... μοίρες του. Οι κοπέλες αποδείχτηκαν πρόθυμες και καλές συνομιλήτριες. Δεν ήταν τίποτα διανοούμενες δα, αλλά ούτε και βούρλα. Και στο κάτω κάτω, τι σημασία είχε τι έλεγαν. Αρκεί που κοίταγε τα λαμπερά αυτά προσωπάκια. “Πόσο να 'ναι;”, σκέφτηκε. Δεν πρέπει να έχουν πατήσει τα τριάντα. Αλλά και τριάντα να είναι, τις περνάω δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Μα που τις ξέρει η Κάτια;”.
Κατά φωνήν ή μάλλον σκέψιν, η Κάτια έκανε την εμφάνισή της.
“Τελικά δεν μου 'πες από που γνωρίζεστε με τις κοπέλες;” Η Κάτια δεν πρόλαβε να απαντήσει. Η οικοδέσποινα που έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα την τράβηξε βίαια να χορέψει.
Ο Αλέκος δεν πήρε απάντηση ούτε από τις κοπέλες που κοιτούσαν τώρα με ενδιαφέρον το χορό που ξεκινούσε. Ζήτησε από τη Νιόβη να χορέψουν κι αυτή δέχτηκε πρόθυμα. Καθώς βάδιζαν προς την 'πίστα' του φάνηκε ότι είδε κάποια πονηρά γελάκια από μέρους των άλλων δύο αλλά μόλις η Νιόβη πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του τα ξέχασε αμέσως.
.....
Στις τέσσερις το πρωί η Κάτια τον τραβούσε να φύγουν. Εργάσιμη μέρα ξημέρωνε, δεν μπορούσαν να το τραβήξουν άλλο. Με βαριά καρδιά ο Αλέκος χαιρέτησε όσους είχαν μείνει, χαιρέτησε τη Λευκή και τη Μαρίνα και τέλος έσφιξε το χέρι της Νιόβης. Ένοιωσε την υφή τσαλακωμένου χαρτιού μες τη χούφτα της. “Θε μου, μου δίνει το τηλέφωνό της”. Ίδρωσε, κοκκίνισε, μπέρδεψε τα λόγια του, έριξε μια ένοχη ματιά στην Κάτια, αλλά αυτή κοιτούσε αλλού. Γύρισε κι είδε το καθησυχαστικό βλέμμα της Νιόβης και χαμογέλασε.
Στο αυτοκίνητο δεν μίλησαν πολύ. Οι δρόμοι ήταν άδειοι κι έφτασαν γρήγορα. Όλη αυτή την ώρα ο Αλέκος ένοιωθε το χαρτάκι να καίει την τσέπη του σακακιού του. Δεν είχε μπορέσει να το ανοίξει. Όχι πως θα 'χε και καμιά σημασία. Ένα νούμερο ήταν. Την στιγμή όμως που μπήκε στην κρεβατοκάμαρα κι άρχισε να ξεντύνεται, ένοιωσε πτώμα. Κατέρρευσε στο κρεββάτι αμέσως. Η Κάτια άργησε λίγο. Ξεντύθηκε αργά, πήγε στο μπάνιο, έκανε ένα γρήγορο ντουζ, έπλυνε δόντια κι επέστρεψε. Είδε τον άντρα της κοιμισμένο ξέσκεπο και τα ρούχα του πεταμένα γύρω και βάλθηκε να τα μαζέψει. Καθώς άδειαζε το σακάκι του, βρήκε το χαρτάκι στην τσέπη. Το κοίταξε για λίγο κι ύστερα έβαλε τις φωνές.
Ο Αλέκος ξύπνησε έντρομος κι ξαφνιασμένος όσο δεν έπαιρνε. Είδε τη γυναίκα του έξαλλη να ουρλιάζει και να ωρύεται. Δεν καταλάβαινε.
Με τα πολλά στις έξι το πρωί, αφού η Κάτια του είχε κολλήσει το χαρτάκι στη μούρη, αφού είχε ισχυριστεί χωρίς να πείσει ότι δεν γνώριζε τίποτα, αφού την κατηγόρησε ότι εκείνη έφταιγε που την πήγε στις φίλες της, αφού την έβλεπε να βαλαντώνει και να ζητάει να χωρίσουν, κι αφού έπιασε να κλαίει και κείνος, της ζήτησε συγνώμη, της ορκίστηκε ότι μόνο αυτήν αγαπάει και, πράγμα περίεργο, την πόθησε πάλι, ύστερα από καιρό.
Φαίνεται ότι τον πόθησε κι εκείνη γιατί έκαναν έρωτα όπως δεν είχαν κάνει πολλά χρόνια τώρα.
Στις 8, μετά από μια ώρα ύπνο, ο Αλέκος πήρε το γραφείο και προφασίστηκε αδιαθεσία για να ξανακοιμηθεί.
Η Κάτια σηκώθηκε φρέσκια και χαμογελαστή. Ντύθηκε, βάφτηκε και ξεκίνησε για τη δουλειά της.
Στο δρόμο έβγαλε από την τσάντα της το τσαλακωμένο χαρτάκι της Νιόβης, σχημάτισε το νούμερο στο κινητό και στην ανδρική φωνή που απάντησε είπε: “Πέτυχε. Ευχαριστώ όσο δεν φαντάζεσαι. Πάω να βάλω τα λεφτά στον λογαριασμό...”