Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τρίτη, Οκτωβρίου 03, 2006

Ο μελαγχολικός Ναυτικός

Οι δύο Τριστάν σε σχέδιο του ποιητή
Την περασμένη βδομάδα ταλαιπωρήθηκα από έλλειψη ύπνου. Σε κάποια από τις άυπνες ώρες ήρθε στο νου μου κάποιος που έχει όλα τα χαρακτηριστικά των προσωπικοτήτων που παρακολουθώ με ενδιαφέρον και σεβασμό αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να μοιάσω.


Μιλάω για τον Τριστάν Κορμπιέρ, τον ανθολογημένο από τον Πωλ Βερλαίν στους "Καταραμένους Ποιητές" ή LES POÈTES MAUDITS επί το γαλλικώτερον, που είχε γράψει το ποίημα Αγρύπνια (το παραθέτω στο τέλος στο πρωτότυπο).

Δεν νομίζω ακόμα να τον ξέρει πολύς κόσμος, τουλάχιστον εκτός Γαλλίας ή του στενού "συντεχνιακού" περιβάλλοντος των ποιητών.

Στην Γαλλία τον έχουν σαν κατεξοχήν θαλασσινό ποιητή. Κι η αλήθεια είναι ότι ανακατευόταν πολύ με τη θάλασσα. Πάντα σαν ερασιτέχνης όμως. Ποτέ επαγγελματικά ή έστω σαν τυχοδιώκτης.
Ο Κορμπιέρ γεννήθηκε στο Κοτ Κογκάρ την 18η Ιουλίου του 1845 και πέθανε την 1η Μαρτίου του 1875 στο πατρικό του στο Μορλαί.

Η σύντομη ζωή που έζησε ήταν γεμάτη αντιφάσεις και παραφορές. Ασθενικός χαρακτήρας, με κλίση προς τη λογοτεχνία και τη θάλασσα, κάνοντας χρήση μιας κρίσης άσθματος, θα πείσει τους γονείς του να τον γυρίσουν στο πατρικό από το σχολείο που τον είχαν στείλει στη Νάντη. από τότε ζει κυρίως υποστηριζόμενος από τους γονείς του και συμπεριφερόμενος με ιδιάζουσα αντισυμβατικότητα.
Τα ανέκδοτα γι αυτή τη συμπεριφορά αφθονούν:
Όταν κάποτε ο δήμαρχος της πόλης ανάγκασε τους κατοίκους να κυκλοφορούν τα σκυλιά τους με λουράκι, ο Τριστάν έδεσε τον άλλο Τριστάν, το σκύλο του, με ένα σπάγκο τριάντα μέτρων.
Μιαν άλλη φορά στερέωσε στο παράθυρα του σπιτιού του ότι όπλο είχε και τα συντόνισε να εκπυρσοκροτήσουν μεσούσης της λειτουργίας στην γειτονική εκκλησία.

Κυκλοφορεί ντυμένος σαν ζητιάνος, ναυτικός ή δανδής. Στο γκροτέσκο της φιγούρας του συντελεί κι η τεράστιά του μύτη.


Η μόνη ερωτική ιστορία της ζωής του είναι η περίπλοκη σχέση του με την Ζοζεφίνα Κιουτσιάνι, γυναίκα ενός κόμη, του Ροδόλφου ντε Μπαττέν. Η Ζοζεφίνα, ηθοποιός το επάγγελμα, παραδίδεται ως "όμορφη, λίγο κουτή, λίγο παχουλή, γεμάτη ηδυπάθεια, με μεγάλη ικανότητα τόσο στην ψευτιά, όσο και στην αφοσίωση".

Η Ζοζεφίνα ήταν κεραυνοβόλος έρωτας για τον Εδουάρδο Ιωακείμ, όπως είναι το κανονικό όνομα του Τριστάν. Σύντομα αναπτύσσεται μεταξύ τους μια σχέση εν γνώση και -ίσως- ενθάρρυνση του κόμη. Οι τρεις ταξιδεύουν μαζί στα κότερα του Τριστάν, διασκεδάζουν μαζί, συναντιούνται στο Παρίσι αλλά και στα κτήματα του κόμη. Για τις λεπτομέρεις υπάρχουν πολλά κενά. Οι ντε Ματτέν είναι το ζεύγος που θα τον βρει μισοπεθαμένο, ντυμένο ρούχα χορού στην τελευταία επίσκεψή του στο Παρίσι.

Δεκέμβριο του 1874 τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο Ντυμπουά απ' όπου τον παραλαμβάνει η μητέρα του για να τον γυρίσει στο Μορλαί όπου και θα μείνει μέχρι τέλους.

Ο Τριστάν όσο ζούσε, εξέδωσε μια και μοναδική ποιητική συλλογή, τους "Κίτρινους Έρωτες" , LES AMOUR JAUNES γαλλιστί.
Σ' αυτή τη συλλογή που βρήκα διαθέσιμη στο πρωτότυπο από το Project Gutenberg, υπάρχει το γνωστότερο ποίημά του , "Η Λιτανεία του Ύπνου" και το οποίο θεωρήθηκε πρόδρομο της αυτόματος γραφής των σουρεαλιστών.
Το βιβλίο δεν είχε καμιά τύχη κι ό ίδιος θα παρέμενε άγνωστος αν ένας άλλος καταραμένος δεν αποφάσιζε να τον συμπεριλάβει στην ανθολογία των καταραμένων.

Έτσι, με τη μεσολάβηση του Πωλ Βερλαίν, ο Τριστάν απέκτησε την δική του θέση στο Πάνθεο της ποίησης, όπου κάθεται ακόμα και τώρα σταβέντο ...

INSOMNIE

Insomnie, impalpable Bête!
N'as-tu d'amour que dans la tête:
Pour venir te pâmer à voir,
Sous ton mauvais oeil, l'homme mordre
Ses draps, et dans l'ennui se tordre!...
Sous ton oeil de diamant noir.

Dis: pourquoi, durant la nuit blanche,
Pluvieuse comme un dimanche,
Venir nous lécher comme un chien:
Espérance ou Regret qui veille,
A notre palpitante oreille
Parler bas ... et ne dire rien?

Pourquoi, sur notre gorge aride,
Toujours pencher ta coupe vide
Et nous laisser le cou tendu,
Tantales, soiffeurs de chimère:
—Philtre amoureux ou lie amère
Fraîche rosée ou plomb fondu!—

Insomnie, es-tu donc pas belle?...
Eh pourquoi, lubrique pucelle,
Nous étreindre entre tes genoux?
Pourquoi râler sur notre bouche,
Pourquoi défaire notre couche,
Et ... ne pas coucher avec nous

Pourquoi, Belle-de-nuit impure,
Ce masque noir sur ta figure?...
—Pour intriguer les songes d'or?...
N'es-tu pas l'amour dans l'espace,
Souffle de Messaline lasse,
Mais pas rassasiée encor!

Insomnie, est-tu l'Hystérie....
Es-tu l'orgue de barbarie
Qui moud l'Hosannah des Élus?...
—Ou n'es-tu pas l'éternel plectre,
Sur les nerfs des damnés-de-lettre,
Raclant leurs vers—qu'eux seuls ont lus.

Insomnie, es-tu l'âne en peine
De Buridan—ou le phalène
De l'enfer?—Ton baiser de feu
Laisse un goût froidi de fer rouge....
Oh! viens te poser dans mon bouge!...
Nous dormirons ensemble un peu.



Κι η μετάφραση που υποσχέθηκα στα σχόλια (του Γιώργου Καραβασίλη)


ΑΓΡΥΠΝΙΑ


Αγρύπνια, αψηλάφητο ζώο!

Δεν έχεις αγάπη μες το κρανίο;

Για να 'ρθείς να λιποθυμήσεις σαν δεις

κάτω από το κακό σου μάτι, τον άνθρωπο να δαγκώνει

τα σεντόνια και μες στην πλήξη να κουρεύεται!...

Κάτω από το μαύρο διαμάντι του ματιού σου.



Λέγε! Γιατί ενώ περνά κατάλευκη η νύχτα

Βροχερή σαν Κυριακή

να 'ρχεσαι να μας γλύφεις σα σκυλί;

Ελπίδα για πόνος π' αγρυπνά

Στ' αυτί που σπαράζει

Σιγανά να μιλά.. Και τίποτα να μη μας λέει;



Γιατί στο στεγνό μας λαιμό

Να γέρνει πάντα η άδεια σου κούπα

Και τον τράχηλο ν' αφήνεις τεντωμένο;

Σε μας τους Τάνταλους διψασμένους για χίμαιρα

-Φίλτρο ερωτικό για μούργα πικρή

σταγόνα δροσιάς για μολύβι λιωμένο!-



Αγρύπνια, δεν είσαι ωραία λοιπόν;...

Ε, γιατί, ακόλαση κόρη

Στα γόνατά σου να μας σφίγγεις;

Γιατί στο στόμα μας ν' αγκομαχάς;

Γιατί τον ύπνο να μας χαλάς

Και να μην μαζί μας κοιμάσαι;



Γιατί ωραία της νύχτας ακόλαστη

Η μαύρη ετούτη μάσκα στο πρόσωπο;

-Για να ταράζεις όνειρα χρυσά;

Δεν είσαι η αγάπη στο σύμπαν;

Ανάσα της αποκαμωμένης Μεσσαλίνας

Μα όχι ακόμα χορτασμένης;



Αγρύπνια, είσαι η υστερία

Είσαι το κακόφωνο όργανο,

Που αλέθει τα ωσαννά των εκλεκτών του Θεού;

-Ή δεν είσαι το απέθαντο πλήκτρο

Στα νεύρα κολασμένων γραφιάδων

Να ξύνει τους στίχους τους, που μόνο εκείνοι διαβάσανε;



Αγρύπνια, είσαι το αδιάφορο γαϊδούρι

Του Μπουριντάν ή φάλαινα

της κολάσεως; Το φιλί σου φωτιά

Μια γεύση αφήνει ψυχρή από κόκκινο σίδερο...

ω! Έλα και μπες μέσα στη νυχτικιά μου!

Θα κοιμηθούμε για λίγο μαζί.