Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2006

Δόκτωρ Χάρτο & Μίστερ Πόντιξ 3

Η πρώτη στάση του Μίστερ Πόντικα ήταν ένα καπηλειό. Σκαιό καταγώγιο απ' έξω, σαν την “υπόγεια την ταβέρνα” του Βάρναλη από μέσα, με καπνούς και βρισιές αλλά και άγρια γέλια, καλό φαΐ και πολύ , πολύ τσίπουρο. “Cheap ούρο” το φώναζε ο μακρυμάλλης κάπελας με την ουλή από μαχαιριά στο μάγουλο. Παντραχώνη τον λέγαν αλλά τον πείραζαν αποκαλώντας τον “Πάντα-χώνει”. Sui Generis τύπος, κάποτε πανεπιστημιακός που τα βρόντηξε (επάγγελμα, οικογένεια, παλιές φιλίες και συναναστροφές) κι άνοιξε αυτό το μαγαζί στο Πανδίχτυ, πιο πολύ για την πλάκα του παρά για επάγγελμα. Στις γυναίκες (τι γυναίκες δηλαδή, κάτι παστρικές ήταν) πρόσφερε φαΐ δωρεάν κι εκείνες,από ευγνωμοσύνη του κάνανε τη λάτρα. Οι πιο πολλές 'δουλεύανε' στο σπίτι της μαντάμ Διαμάντας.
Όταν ο Παντραχώνης κατέβαζε ρολά τράβαγε κι αυτός με τις παστρικές κατά της Διαμάντας. Κι ήταν πάντα καλοδεχούμενος, γιατί έφερνε μαζί του μια νταμιτζάνα τσίπουρο ικανό να εξαφανίσει τα λίγα εγκεφαλικά κύτταρα που τους έμεναν.

Οι άντρες που σύχναζαν στο καπηλειό ήταν λιγότεροι από τις γυναίκες. Συνήθως ζήταγαν βερεσέ ή πλήρωναν σε είδος. Κι αυτοί όταν έκλεινε το μαγαζί τράβαγαν κατά της Διαμάντας. Μυστήριο πως τα 'βγαζε πέρα η ματρόνα με πελάτες σταθερά λιγότερους από τα κορίτσια της.

Μόνιμοι θαμώνες του Παντραχώνη ήταν δυο σκυφτοί γιαπωνέζοι που είχαν ξεμείνει από ένας πλοίο που είχε δέσει αναγκαστικά λόγω του ότι βρέθηκαν δυό τόνοι όπιο στο αμπάρι: Ο Σάκι-σαν κι ο Τάκι-σαν. Μιλούσαν πάντα μεταξύ τους ή με τις δυο κινεζούλες της Διαμάντας: την Σου Λη και την Του Λη που φώναζαν κοροϊδευτικά και Τσου Λη. Βασικά γι αυτές ερχόντουσαν στου Παντραχώνη.

Μετά ήταν ένα ιταλός, ο Πασκουάλε Ντι Αμπελο, αδύνατος με πονηρά μάτια, μυτερό γενάκι και τα χέρια στις τσέπες να χαϊδεύουν μηχανικά ή ζάρια ή τραπουλόχαρτα. Η ταχύτητα με την οποία άλλαζε τα χαρτιά σε μια παρτίδα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τη σβελτάδα του στο στιλέτο. Παλιό καρακόλι, οι φήμες έλεγαν ότι είχε πάρει μέρος στο Δεύτερο Ιράκ κι ότι είχε βασανίσει κόσμο στο Αμπου Γκράιμπ. Αδίσταχτος κι ανελέητος είχε μόνο μια αδυναμία: τη συντοπίτισσά του, τη Μαργκαρίτα Φιρέντζε, τη μοδιστρούλα που έραβε τις κοπέλες της Διαμάντας.

Στη γωνιά δίπλα από την κουζίνα πάντα καθόταν ένας γιγάντιος τύπος, με αραβικά χαρακτηριστικά και όνομα: Αλ Ζαϊμπ. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά κι ένα άγριος σκύλος ήταν πάντα ξαπλωμένος στα πόδια του. Έμοιαζε κάτι μεταξύ Γαργαντούα και Πωλ Μπάνυαν. Του δεύτερου του έμοιαζε στο τσεκούρι. Ναι, έκρυβε ένα κάτω από το τραπέζι. Το είχε υποτίθεται για να κόβει κλαδιά και δέντρα στους κήπους. Ισχυριζόταν ότι ήταν κηπουρός. Κανείς δεν τον είχε δει να πλησιάζει πράσινο φύλλο όμως.

(Σημείωση: Πάσα ομοιότης με πρόσωπα και πράγματα είναι απολύτως σκόπιμη).
Συνεχίζεται...