Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τρίτη, Αυγούστου 15, 2006

Moonstruck II


Με προσπέρασαν ώρες, μέρες, ίσως και βδομάδες μα την σκεφτόμουν ακόμη. Η σκέψη της μ' έκανε να ξεχάσω το φεγγάρι που θλιμμένο ζάρωσε, μίκρυνε κι έσβησε. Δεν μ' ένοιαξε. Θα μου κρατούσαν συντροφιά τ' αστέρια αν εξαιρέσει κανείς τα μικρά διαλείμματα της ηλιοφάνειας.

Αλλά τ' αστέρια είναι κρυστάλλινα και κοφτερά, κινούνται αργά και με μαθηματική μεγαλοπρέπεια κι έχουν αφόρητη σοβαρότητα, πράγαμτα καθόλου παρήγορα για κάποιον που 'χει χάσει κάτι που ποτέ δεν είχε: μιαν οπτασία, ένα φάντασμα. Καθόλου παρήγορα για την ελπίδα να τα ξαναβρεί.

-Αχ, φεγγάρι φίλε πόσο μου 'λειψες!

Κι εκείνο πρόβαλε μ' ένα χαμόγελο, μου 'κλεισε το μάτι και είπε.

-Σε συγχωρώ που με ξέχασες. Ας παίξουμε τώρα.
Κι άρχισε πάλι το κρυφτό πίσω από στέγες και σύννεφα, βουνάκια και λόφους. Κι εγώ πήρα ξανά το δρόμο για την οροφή του δώματος, φώναξα και το βοριαδάκι και προσπαθούσα να γελάσω. Και τα κατάφερνα σχεδόν όταν για δεύτερη φορά την είδα.

Το φεγγάρι με κοίταξε βλοσυρό και δεν είπε τίποτα. Μόνο ο βοριάς έπαιζε με το φόρεμά της, έτσι καθώς στοχαστικά και με σκυμμένο το κεφάλι βάδιζε αέρινη και άβαρη πάνω στο μικρό διαχωριστικό της διπλανής ταράτσας.

Δεν ήξερε ότι την έβλεπα. Ήταν βαθιά σε κάτι άλλο απορροφημένη, κάτι που την έκανε για μια στιγμή να σταθεί κι ύστερα να ανοίξει διάπλατα τα χέρια της, να ρίξει πίσω το κεφάλι και να χυθεί σ' ένα χορό που ζάλιζε το μάτι. Χόρευε στην άκρη του γείσου, είκοσι μέτρα πάνω από το θάνατό της, με μια άνεση που μ' έκανε να απορώ: Ήταν άνθρωπος;

Ότι κι αν ήταν, θεά το πιθανότερο, εγώ θα γινόμουν ο ιερέας της. Θα την υμνούσα και θα την έψελνα. Ήταν το πεπρωμένο μου.

Το φεγγάρι κατάλαβε. Τράβηξε σιωπηλό τη μπέρτα του και τυλίχθηκε κι ύστερα με βήμα αργό έφυγε μουρμουρίζοντας:
-Θα της μιλήσει άραγε;

Πως να μιλήσεις σε κάποιον που πετάει; Πως να του πεις οτιδήποτε; Πως να πεις “Γιατί είσαι τόσο πολύτιμος;” Δεν το ξέρεις ήδη ότι είναι επειδή σπανίζει;
Μόνο να συρθώ μπόρεσα, με κίνδυνο της ζωής μου. Να πηδήξω ταράτσες και μπαλκόνια όσο μπορούσα αθόρυβα για να την δω από κοντά, όταν ο αέρας θα 'βγαινε κουρασμένος από τα πνευμόνια της, και λιγωμένος από τον ξέφρενο χορό.

Στεκόταν και κρατούσε κάποιο κάγκελο. Έριχνε τη ματιά ψηλά σε κάποιο άγνωστο άστρο. Κι εκείνο ζαλισμένο ερχόταν και καθόταν στο κεφάλι της κι έφτιαχνε ένα διάδημα: Η βασίλισσα της νύχτας!

Πως να εμφανιστείς ξάφνου μπροστά σ' ένας εστεμμένο και να πεις:
-Γειά σου, με λένε Γιώργο, Πέτρο, Γιάννη (ή ότι άλλο ασήμαντο). Εσένα;

Δεν τολμούσα μα έπρεπε.
Πέρασα όλο μου το θάρρος στη σπονδυλική στήλη κ ι ίσιωσε. Άνοιξα το στόμα μου να πω “ Το φεγγάρι σ' έφερε εδώ;” κι η μαγεία έσβησε. Άφησε μια τρομαγμένη κραυγή κι ύστερα σαν ζαρκάδι χάθηκε μέσα από το δάσος των κεραιών.

Συνεχίζεται...