Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Σάββατο, Αυγούστου 12, 2006

Ο πόνος του αλλοιώτικου

Την πρώτη φορά που τον είδα, σε κείνο το Ολλανδικό θέρετρο όπου βρισκόμασταν για μια εταιρική συνάντηση μετ' ολίγων διακοπών, απόρησα με την ηλικία του. Στεκόταν δίπλα στον Ο. κι έφτανε μέχρι τον ώμο του. Ενώ όλοι ήμασταν ντυμένοι με ρούχα παραλίας, εκείνος, καθότι μόλις είχε έρθει και θα τον σύστηναν σε υψηλόβαθμα στελέχη, ήταν κουστουμαρισμένος. Είχε επιτρέψει στον εαυτό του μόνο να αφαιρέσει το καλοκαιρινό σακάκι του.

Ρώτησα τον Ο. που ήταν και συμπατριώτης του (Δανός) και,όπως έμαθα αργότερα, παιδικός του φίλος, :
-Πόσο χρονών είναι;.
-Τριάντα κάτι.

Εμβρόντητος! Έδειχνε δεκαέξι!

Δύο πράγματα συντελούσαν καταλυτικά σ' αυτήν την εντύπωση: η ολοσχερής έλλειψη τριχοφυΐας στο πρόσωπο, και το μικρό ύψος. Ως βόρειος δε, είχε κατάξανθα ίσια μαλλιά κι αυτή το ροδαλή όψη με το κάτασπρο δέρμα, που χωρίς καθόλου γένια,τον έκανε ακόμα πιο άσπρο.

Πάντως ο Τ. προσπαθούσε να δείχνει κύριος. Όσο τον θυμάμαι, τα κουστούμια του (είχε μια προτίμηση στα γκρίζα με σταυρωτό σακάκι) κι οι γραβάτες ήταν πάντα άψογα. Το ύφος του σοβαρό και μετρημένο. Χαμογελούσε λίγο. Όταν γνωριστήκαμε καλύτερα, ανακάλυψα πως διέθετε χιούμορ αλλά η φυσική του δειλία δεν του επέτρεπε να το εκφράζει συχνά πυκνά.

Έκτοτε, και για διάστημα τριών περίπου χρόνων, βρισκόμασταν αραιά αλλά ταχτικά, πάντα για δουλειές της εταιρείας και συνήθως σε κάποια Ευρωπαϊκή πόλη. Σπανιώτερα στην Αθήνα.

Τελευταία φορά που ειδωθήκαμε ήταν στο Βελιγράδι, πριν το χαλασμό με το Κόσοβο. Το ξενοδοχείο που είχαμε μείνει, ένα μεγάλο ξενοδοχείο δυτικής αλυσίδας με μουντά χρώματα,σοσιαλιστικού μπλοκ αισθητική και νεκρική ησυχία, βομβαρδίστηκε έμαθα αργότερα, το ίδιο κι η γέφυρα του Δούναβη που ήταν κοντά, και ο Πύργος του Σερβικού ΟΤΕ παραδίπλα.
Άσχετα αλλά συντελούν στην γενική ανάμνηση,όπως θα δείτε παρακάτω.


Σ' αυτή τη συνάντηση, θες το γενικό κλίμα της μοναξιάς, θες γιατί είχαμε τρεις μέρες μαζί, μου ανοίχθηκε λίγο περισσότερο. Μου είπε για το παράπονό του, πως ένοιωθε να μην τον υπολογίζουν όσο άξιζε, να μην του αναθέτουν πράγματα ανάλογα της εμπειρίας του (που παρεμπιπτόντως δεν ήταν ασήμαντη), για το τι επιθυμούσε από καριέρα, εξέλιξη κτλ.

Για τα προσωπικά του δεν μου είπε. Δεν είχαμε έρθει και τόσο κοντά. Μια επαγγελματική γνωριμία ήμασταν. Τίποτ' άλλο. Συνεχίσαμε περίπου στο ίδιο μοτίβο συζητήσεως κι όταν φύγαμε από το Βελιγράδι και περάσαμε μερικές ώρες στη Ζυρίχη. Στο αεροπλάνο της επιστροφής ένοιωθα να τον έχω συμπαθήσει. Και συμπονέσει. Γιατί ανάμεσα σ' αυτά που δεν μου είπε, και που ήξερα από τρίτους, ήταν η αγωνία του να βρει γυναίκα, τα πειράγματα των φίλων του για το θέμα της 'γκόμενας', την παλιά ιστορία που είχε ξαναζωντανέψει κι είχε έρθει να τον βρει στην Ελβετία που έμενε, το αμφίσημο αυτής της παλιάς-νέας σχέσης που όπως το αγένειο πρόσωπό του παραπλανούσε για την ηλικία, έτσι κι εκείνη παραπλανούσε για την υφή της: φιλία τώρα πια; έρωτας ακόμα; κι από ποιόν προς ποιόν;

Τα ξέχασα γρήγορα όλα μέχρι που το σε λίγο καιρό το νέο έπεσε σα βόμβα. Ο Τ. πέθανε! Καρδιακή προσβολή είπαν. Δεν πήγε μια μέρα στο γραφείο κι οι φίλοι ανησύχησαν και τον έψαξαν. Και, το οξύμωρο, τον βρήκαν οριστικά χαμένο.

Δεν ξέρω γιατί αυτή η ιστορία μου είχε κολλήσει στο μυαλό. Στεναχωρήθηκα και σοκαρίστηκα βέβαια αλλά ένοιωθα κι ένα ερωτηματικό. Εν τω μεταξύ, άσχετοι λόγοι με είχαν απομακρύνει από τους ανθρώπους του κύκλου του και δεν μπορούσα να μάθω λεπτομέρειες.

Πέρασε περίπου ένας χρόνος. Σε κάποια ανύποπτη στιγμή είδα τυχαία στον εταιρικό κατάλογο του υποκαταστήματος της Αγγλίας, το τηλέφωνο μιας κοπέλας από τον κύκλο του. Μαζί της είχα συνεργαστεί για καιρό σε κάποιο έργο και υπήρχε και συμπάθεια κι εκτίμηση και θάρρος. Είχε αλλάξει πόστο όμως κι είχα χάσει τα ίχνη της.
Την πήρα κι αφού είπαμε τα γνωστά τι κάνεις, που χάθηκες, με τι ασχολείσαι τώρα, την ρώτησα για τον Τ. Κόμπιασε. Μου είπε ότι θα μ' έπαιρνε την άλλη μέρα να μου πει γιατί δεν είχε χρόνο.

Την επόμενη με πήρε στην καθορισμένη ώρα. Άρχισε να μου μιλάει με ένταση. Δεν ήταν όπως παρουσιάστηκε, μου είπε. Δεν έπαθε καρδιακή προσβολή. Είχε αργήσει να πάει στο γραφείο και ανησύχησαν. Ο Ο. πήγε να δει μήπως έπαθε κάτι. Βρήκε την πόρτα του διαμερίσματός του μισάνοιχτη. Την έσπρωξε κι άνοιξε με δυσκολία. Γιατί κάτι την εμπόδιζε. Στη πίσω πλευρά ήταν κρεμασμένο το άψυχο σώμα του Τ. Κρεμασμένο από μια ζώνη. Ο Ο. παλάβωσε. Πάλεψε ώρα να ξεκρεμάσει το φίλο του. Στη διήγηση της κοπέλας διέκρινα πια θυμό. Παρά τα δάκρυα. Μου το ομολόγησε.
- Ήθελα να τον πιάσω από τους ώμους και να του φωνάξω γιατί το έκανες, μου είπε.
-Γιατί το έκανε; ρώτησα κι εγώ χαμένος.
-Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά, αποκρίθηκε. Πρέπει να είχε σχέση μ' αυτήν την κοπέλα. Χώρισαν κι αυτή έφυγε για Νορβηγία.

Δεν ξέρω γιατί μ' έπιασε καλοκαιριάτικα, ντάλα ήλιο, να διηγηθώ κάτι τόσο λυπηρό. Ίσως για να το ξορκίσω. Ίσως πάλι να με βάρεσε η Αυγουστιάτικη πανσέληνος. Για ένα περίεργο λόγο πάντως θέλω να πω αυτή την ιστορία. Έχει γραφτεί μέσα μου παρότι δεν ήταν μια ιστορία ενός κοντινού μου προσώπου. Ο τρόπος που διαλέγει να πεθάνει κάποιος, μιλάει για την απελπισία του. Κι αυτό το κρέμασμα από την πόρτα μου φάνηκε πολύ χειρότερο από ένα θάνατο με πιστόλι, μες στα αίματα.

Κι είναι και το άλλο. Ότι δεν πεθαίνει κανείς μόνο από έρωτα αλλά κι από την έλλειψή του. Θρυλούμενη ή πραγματική, δεν έχει σημασία.