Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Κυριακή, Αυγούστου 06, 2006

Ζωοκαταστάσεις



Παρίσι. Λούβρο. Καφέ Μαρλύ.
Οι νεοαριστοκράτες απολαμβάνουν ένα μικρό γεύμα μετά την εξάντληση της περιήγησης του Μουσείου. Αλλά οι τροχοί της ιστορίας έχουν τεθεί σε κίνηση. Ο λαός του Παρισιού έχει και πάλι ξεσηκωθεί:
“Θέλουμε ψωμί!”
“Φάτε παντεσπάνι”
“Κόφτε τις μαλακίες γιατί θα φάμε τις πένες σας”
“Ε, φάτε τις. Αλλά παρακαλώ να πλύνετε τα πόδια πριν μπείτε στο πιάτο”.





Παρίσι. Καρτιέ Λατέν. Βράδυ σε μικρό ιταλικό ρεστωράν.

Το θέαμα στο καμπαρέ πριν μας φάνηκε φτηνό σε ποιότητα, ακριβό σε τιμή. Η σαμπάνια τους ήταν ζεστή κι είχαμε ώρες να βάλουμε κάτι στο στόμα. Το μικρό ρεστοράν φαινόταν ότι έπρεπε. Η μοναδική παρέα ιταλών έκανε αρκετή φασαρία, αλλά το στομάχι μας περισσότερη. Κάτσαμε.
Ο σερβιτόρος ιδιοκτήτης σεφ και λίγο λαντζέρης μας έφερε ένα μαυροπίνακα όπου ήταν γραμμένο με κιμωλία το μενού. Παραγγείλαμε σε άπταιστα ιταλογαλλικοαγγλικά και περιμέναμε.
Ο “συνέταιρος” του ιδιοκτήτη-σεφ-λαντζέρη πηγαινοερχόταν μέσα έξω: μέσα ζέστη, έξω θόρυβος από την νεολαία στο απέναντι μπαράκι. Δεν ήξερε τι να κάνει και κανείς δεν του έδινε και σημασία. Όταν τον είδα, έσκυψα και τον χάιδεψα: ένα κοντοπόδαρο σκυλάκι με μαύρη ράχη, άσπρη κοιλιά και κανελί μεγάλες βούλες. Ήταν προφανές ότι το χάρηκε. Φεύγει προς την κουζίνα κουνώντας την ουρά.
Σε λίγο επιστρέφει κρατώντας ένα πατσαβούρι στο στόμα. Το απιθώνει πάνω στο μηρό μου. Ξαφνιάζομαι. Αλλά μετά κοιτώντας καλύτερα βλέπω ότι το πατσαβούρι είναι ένα μαδημένο κουκλάκι, ομοίωμα ποντικιού. Το παιχνίδι του. Είχαμε γίνει φίλοι, βλέπετε, κι ήθελε να παίξουμε.


Αθήνα. Καφετέρια.

Πλησιάζει κουνιστή και λυγιστή. Δεν ζητιανεύει. Δεν λέει τίποτα για την ακρίβεια, αλλά ξέρω πως πεινάει. Της δίνω το περίσσεμα του κλαμπ σάντουιτς. Το χλαπακιάζει με γρήγορες δαγκωματιές. Ύστερα με κοιτάζει για λίγο κι αφού γρήγορα καταλαβαίνει πως δεν έχει άλλο, ξαπλώνει στη σκιά της καρέκλας. Είναι μια άσπρη-τιγρέ γατούλα με κανελιές αποχρώσεις στο τρίχωμα της πλάτης.
Φωνάζω την σερβιτόρα για να πληρώσω. Εκείνη πλησιάζει κρατώντας ένα μεγάλο δίσκο με δυο ποτήρια νερό στο αριστερό και με μια ακροβασία προσπαθεί να διαβάσει το ποσό στην απόδειξη. Ξάφνου βάζει τις φωνές (ενώ κανονικά θα 'πρεπε να τις είχα βάλει εγώ μ' αυτά που χρέωναν). Η ταραχή της είναι τέτοια που τα ποτήρια αναποδογυρίζουν. Το νερό γίνεται χοή στο έδαφος αλλά τα ποτήρια διασώζονται. Κοιτάζω έκπληκτος. Η άλλη 'φίλη' το 'χει βάλει στα πόδια. Και πως να μην το βάλει. Αφού η σερβιτόρα την είχε πατήσει. Περνάει μάγκας συνάδελφος της σερβιτόρας: “Γρήγορα. Ξανά για μάθημα πως να κρατάς το δίσκο”. Για την μαλακία που άκουσε της δίνω διπλό πουρμπουάρ.