Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Σάββατο, Ιουλίου 29, 2006

Moulin blues

Άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων, διακατέχομαι από μια κριτική διάθεση για την πόλη του φωτός. Τον πρώτο σπινθήρα που διαμόρφωσε την εν λόγω διάθεση, τον έδωσε ο οδηγός του γκρουπ, όταν σε μια ξενάγηση είπε ότι η Γάλλοι δεν πολέμησαν για την ελευθερία, την δικαιοσύνη κτλ γνωστά κι ωραία αλλά για τη δόξα της Γαλλίας!

Ενώ ακόμα άκουγα σαν ψίθυρο αυτή τη φράση στο μυαλό μου, ήρθε ο Κούντερα μέσα από τις σελίδες της Άγνοιας να συμπληρώσει. Συγκρίνοντας το Παρίσι με την Πράγα, έβρισκε τη δεύτερη, πιο τρυφερή, πιο ανθρώπινη ενώ το Παρίσι μια κατάφαση των δυναστικών και ιμπεριαλιστικών οραμάτων των εκάστοτε ηγετών. Μια κατάφαση αρχιτεκτονικά συλλαβισμένη.

Ναι, το Παρίσι είναι εκεί για να πουλάει τη Γαλλία. Για να εντυπώνει με τις διαστάσεις των μνημείων και των βουλεβάρτων του, το μέγεθος του γαλλικού πνεύματος. Για να κουράζει το συναίσθημα με την αφθονία της λογοτεχνίας του, για να τυφλώνει την όραση με τις χιλιάδες των εκτεθειμένων πινάκων, για να στομώνει τη σκέψη με την πληθώρα των διανοητών του.

Κι οι μποέμ, η ερωτική ατμόσφαιρα, η καλλιτεχνική κίνηση; Μικροπαραστάσεις σε περιφερειακά θεατράκια. Το Παρίσι είναι βασικά εκεί για να σου πει: “Φτωχέ μου, τι κρίμα που δεν είσαι γάλος. Δεν πειράζει όμως θα το ανεχτούμε κι αυτό”. Και προς επίρρωσιν, σου αραδιάζει χιλιάδες μαυρούληδες σε κάθε του γωνιά, δεκάδες χιλιάδες μαγκρέμπ που λύσανε το βιωτικό πρόβλημα σαν γκαρσόνια, ταξιτζήδες, οδοκαθαριστές και μανικιουρίστες, δελεάζοντας και σένα με τη λαμπρή προοπτική: υπηρέτησέ μας κι εσύ. Μπορείς!

Μ' αυτή την οπτική στο νου, μπορώ να ερμηνεύσω τα “τζιτζίκια”: τους μποέμ των αρχών του 20ου. Δεν ήταν bon viveur. Απλά δεν ήθελαν να έχουν ρόλο σ' αυτή τη γαλλική συνωμοσία. Δεν ήταν φυσιολάτρες και δεν έμεναν στη Μονμάρτη για να μπορούν να ζωγραφίζουν τους κόκκινους μύλους μέσα κι έξω. Αλλά γιατί η Μονμάρτη ήταν φτηνή. Γιατί εκεί είχε χυθεί πολύ αίμα. Αίμα οιονεί ή όντως αντιστασιακό. Στο Βουνό του Μαρτυρίου απ' όπου βγαίνει το όνομα Μονμάρτη, εκτελούσαν οι Ρωμαίοι τους κατάδικους. Εκεί κόψαν και το κεφάλι του Σεν Ντενί και της παρέας του. Κι εκεί το 1871, πνίγηκε στο αίμα η κομούνα του Παρισιού. Σ' αυτόν τον τόπο, που οι παπαρούνες πίναν φρέσκο αίμα κι όχι μόνο αυτό του θρύλου που θέλει να παίρνουν το χρώμα τους από το αίμα του Χριστού, οι μποέμ βλέπαν το Παρίσι αφ' υψηλού. Φυσικώ τω τρόπω, αφού είναι κι ο μοναδικός λόφος στην ευρύτερη περιοχή. Πιθανώς και να κατουρούσαν κατά τη μεριά του όταν χαράματα βγαίναν μεθυσμένοι από τα καπηλεία και τα καμπαρέ του. Γραφική αντίσταση, ένα μόνο βήμα πριν το παραδομό. Γιατί κι η Μονμάρτη παραδόθηκε. Δεν είναι παρά μια καρικατούρα του εαυτού της. Κι οι τουρίστες που μαζεύονται μπρος και γύρω από τη Σακρ Καίρ, αγνοούν πως αυτή η εκκλησία της συμφιλίωσης ήταν ένα μισητό μνημείο για τους Παριζιανούς. Γιατί σφράγιζε την ήττα της κομμούνας και την κυριαρχία της καθεστηκυίας τάξης.

Κι οι μποέμ; Όσοι δεν πέθαναν νέοι κι ωραίοι (σαν τον Μοντιλιάνι), γίνανε φίρμες κι εξατμίστηκαν. Ακόμα κι αν τα έργα τους μείναν.

Άλλωστε έπρεπε να φύγουν, μόνο και μόνο από υποταγή στην ετυμολογία του χαρακτηρισμού τους: Μποέμ σημαίνει βοημός. Δηλαδή τσιγγάνος, γύφτος. Κι οι τσιγγάνοι που αποκτούν μόνιμη κατοικία, δεν είναι τσιγγάνοι.

Καλά θα μου πείτε, εσύ μόνο αυτά είδες; Δεν έκανες διακοπές; Δεν πέρασες καλά;

Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.

Οι πιο όμορφες στιγμές μου στο Παρίσι ήταν οι στιγμές στους κήπους. Κάτω από παχιές σκιές που επέτρεπαν στο αεράκι όντως να δροσίζει, έβρισκα την ανάσα μου από το λαχάνιασμα των περιηγήσεων. Από το λαχάνιασμα του “να δούμε κι αυτό”. Έκλεινα για λίγο τα μάτια, κι άφηνα πιο πρωτόγονες αισθήσεις να έχουν τον πρώτο λόγο: αφή και όσφρηση.
Κι επιβεβαίωνα ανορθόδοξα ένα ερμητικό αξίωμα: το απολύτως μεγάλο βρίσκεται μέσα στο απολύτως μικρό.