Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Κυριακή, Ιουλίου 16, 2006

Της Κυριακής η αλμύρα...


Το βαρκάκι είναι μια πολυτέλεια. Την είχαμε από παλιά. Κι ήταν η μόνη. Αλλά τι μόνη! Έξι μέτρα βάρκα, ξύλινη, άσπρη, με ένα μπλε σιρίτι κουπαστή, τέντα απ' άκρη σ' άκρη, μια μηχανή ντήζελ που το καπάκι της έκανε θαυμάσιο τραπέζι και “Νίκος” με μπρούτζινα γράμματα στην πλώρη.

Τις Κυριακές μας φόρτωνε όλη την οικογένεια - συχνά και συγγενείς και φίλους- για να πάμε στο 'νησάκι' για μπάνιο.

Οι μικροί πλατσουρίζαμε στα ρηχά με τις ώρες, οι μαμάδες με πλαστικά σκουφάκια ξανοίγονταν να μουλιάσουν στα βαθιά, βρίσκοντας μοναδική ευκαιρία να τα πούνε απερίσπαστες. Oι άντρες, μετά από δυο τρεις γρήγορες βουτιές, φεύγαν για τα βραχάκια να βγάλουν αχινούς και μύδια.

Δυο ώρες μετά, με δάχτυλα ζαρωμένα και σώμα να τρέμει, μας τύλιγαν σε μεγάλες πολύχρωμες πετσέτες να ζεσταθούμε, και μας κάθιζαν στην πλώρη δίνοντας μας κι από μια μπουκιά κάθε λίγο. Γιατί όλοι είχαν στρωθεί για φαΐ. Όταν δεν επρόκειτο για ολόκληρο ταψί ετοιμασμένο από νωρίς και ψημένο στο φούρνο της γειτονιάς , ήταν σίγουρα η θαλασσινή λεία των αντρών, ντομάτες κι αγγούρι κομμένα με το σουγιά, φέτα και κεφτέδες ενίοτε, ίσως και καμιά κονσέρβα. Ό τι και να τρώγαμε, νοστίμευε από την αλμύρα των χεριών μας, που δεν τα είχαμε πλύνει σε βρύση. Ακόμα και το καρπούζι, που πάγωσε στο νερό, αλμύριζε στην άκρη των χειλιών και γινόταν γι αυτό πιο γλυκό. Το γλυκύτερο καρπούζι του κόσμου. Θε μου, τι απόλαυση, να τρέχουν τα ζουμιά στα μάγουλα, να συναγωνίζεσαι στο φτύσιμο του κουκουτσιού, να γελάς με τα ζητιανιάρικα κεφαλόπουλα που περιτριγύριζαν τη βάρκα, συλλέγοντας μεθοδικά τα ψιχουλάκια που είχε διασπείρει η χουβαρντάδικη απροσεξία μας.

Κι ύστερα ο ύπνος πάνω στις μαξιλάρες ή στις αγκαλιές των γονιών, νοτισμένες και τις δυο, θαλασσινές, όπως τους έπρεπε, όπως τους είχε προοριστεί, να γίνονται για μας της Κυριακής η γλυκιά αλμύρα.

Κι όταν γυρίζαμε, τέλος, και δέναμε τη βάρκα, τρέχαμε στη βρύση της προβλήτας και πίναμε νερό από το λάστιχο που μύριζε καουτσούκ. Παγωμένο νερό. Να σου κρουσταλιάζει τα δόντια. Κι οι γονείς βρίσκαν ευκαιρία να μας καταβρέξουν για να μας ξεπλύνουν. Τσιρίζαμε δήθεν από δυσαρέσκεια μα πιο πολύ από ηδονή. Αλλά τσιρίζαμε και για τ' αλάτι που έφευγε, κι ίσως από τη βαθεία επίγνωση ότι άρχιζε το τέλος. Το τέλος μιας καλοκαιριάτικης Κυριακής στα μέσα του εξήντα.


Τα θυμήθηκα όλα αυτά περπατώντας στον Άλιμο, στο παρκάκι δίπλα στην Όστρια, όπου έβλεπα αραδιασμένες οικογένειες κάτω από δεντράκια με ισχνή σκιά, να απολαμβάνουν την μετά το μπάνιο ραστώνη.

Κι είδα κι άλλα: φαγητά στρωμένα σε πετσέτες στο γκαζόν, μωρά που κοιμόντουσαν σε αγκαλιές στοργικές κάτω από τρυφερά βλέμματα, άντρες με κοντό φανελάκι κι άχαρα σόρτς, γυναίκες με ολόσωμα μαγιώ και πόδια που τα ζωγράφιζε η φλεβίτιδα, πλαστικές παντόφλες παρατημένες, σαμπρέλες και κάτι φτηνά παιγνιδάκια, κι άλλα..

Τι ήταν όλοι αυτοί; Από πια μνήμη ξεπήδησαν; Ποιες φυλακές του χρόνου άνοιξαν και τους άφησαν ελεύθερους; Και γιατί μιλούσαν όλοι ακατάληπτες γλώσσες, σαν να κάθονταν πάνω στο χορταριασμένο χάλασμα της Βαβέλ;

Η ιστορία μας εκδικείται. Αυτά που κρατάμε μέσα μας με αγάπη, τα ντύνει σε άλλα σώματα, ξενητεμένα, κι ύστερα τα στήνει μπροστά μας να τα καταφρονέσουμε. Να πούμε πως βρωμίζουνε τον τόπο μας. Να πούμε να πάνε από κει που 'ρθανε. Να αισθανθούμε μεις ανώτεροι και πολιτισμένοι.

Μα το φοβερό μυστικό είναι πως αν φύγουν, θα απαγάγουν και το δικό μας αθώο χτες. Κι εμείς θα βυθιστούμε στη λήθη που τις Κυριακές κάνει μπάνιο στο Σούπερ Παραντάϊζ... Κι είναι αλλιώς αυτή η αλμύρα. Καίει...