Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Πέμπτη, Ιουλίου 13, 2006

Η πραγματικότητα υπολείπεται της φαντασίας

Με νυσταγμένα βήματα (δεν είχα πιει καφέ ακόμα) σπρώχτηκα να μπω στο βαγόνι. Αρκετός κόσμος, μια και μοναδική θέση. Την διεκδίκησα επιτυχώς. Κάθισα δίπλα σε ένα θεόρατο παπά που διάβαζε ατάραχος εφημερίδα. Αν και δε λογίζομαι μικρόσωμος, έμοιαζα παιδάκι δίπλα στο μαύρο όγκο. Νοιώθοντας άβολα, και φυσικά και ψυχολογικά, από την παρουσία του παπά, δεν πρόσεξα αμέσως ένα βλέμμα καρφωμένο σε μένα. Η κοπέλα στο απέναντι κάθισμα, γύρω στα 25, όχι ιδιαίτερα όμορφη, όχι ιδιαίτερα προσεγμένης εμφάνισης, μια καθημερινή φιγούρα με μεγάλα γυαλιά, φαινόταν να στυλώνει το βλέμμα της πάνω μου.
Περίμενα λίγα δευτερόλεπτα αναμένοντας να καταλάβει ότι την αντιλήφθηκα να με κοιτάζει, για να αποστρέψει το βλέμμα. Όμως όχι, αυτή συνέχισε ατάραχη. Ακίνητη. Χωρίς ίχνος αλλαγής έκφρασης.

Οι σκέψεις αναδεύτηκαν μέσα μου. Πήγα να κολακευτώ ότι με πρόσεχε αλλά γρήγορα απέρριψα το ενδεχόμενο γιατί συνήθως αυτού του τύπου τα βλέμματα είναι ντροπαλά.

Την ξανακοίταξα στην περιοχή των γυαλιών που υπολόγιζα ότι αντιστοιχεί στα μάτια για να επιβεβαιωθώ. Και τότε πρόσεξα το χαμόγελο. Όλη αυτή την ώρα στο πρόσωπό της χαρασσόταν ένα αμυδρό αλλά διακριτό χαμόγελο. Ταράχτηκα γιατί σκέφτηκα ότι κάτι βλέπει σε μένα, κάποια απροσεξία της εμφάνισης. Ήμουν μισοξυρισμένος; Κάποιος μεγάλος λεκές χρωμάτιζε το άσπρο μπλουζάκι μου; Μήπως τα 'μαγαζιά' μου ήταν ανοιχτά;. Χαρτιά ήταν έτοιμα να φύγουν από την τσάντα μου; Ή είχαν φύγει ήδη;

Έκανα μια γρήγορη διακριτική επιθεώρηση στον εαυτό μου, μπαίνοντας ξανά στη θέση του φαντάρου πριν την πρωινή αναφορά. Τίποτα. Όλα εντάξει.

Την ξανακοίταξα μπας και ψυχανεμιστώ το βλέμμα της πίσω από τα γυαλιά που τα έκαναν αδιαπέραστα οι αντανακλάσεις. Πάλι τίποτα. Και χειρότερα. Γιατί τώρα καταλάβαινα ότι το ασάλευτο χαμόγελο είχε ένα τόνο ειρωνείας.

Άρχισα να εκνευρίζομαι και να θυμώνω. Ακινητοποίησα τη ματιά μου πάνω στη δική της με απόφαση να μην κουνήσω μέχρι να καταλάβει ότι ενοχλούμαι και να γυρίσει αλλού. Περίμενα έτσι στιγμές που φάνηκαν αιωνιότητα, ώσπου από το διπλανό παράθυρο μπήκε ορμητική μια δέσμη φωτός που άφησε το κενό ανάμεσα σε δυο παρακείμενες πολυκατοικίες. Τα γυαλιά της έγιναν διάφανα κι είδα τα μάτια της. Ήταν κλειστά. Απλώς κοιμόταν.