Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Κυριακή, Ιουλίου 02, 2006

Ένας φίλος ήρθ' απόψε απ' τα παλιά...

Χτες το βράδυ δέχτηκα μια αναπάντεχη επίσκεψη. Καθώς έπεσα να κοιμηθώ αποκαμωμένος από τη ζέστη, εκεί που είχα περάσει σ' αυτή την κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ένοιωσα να κουνιέται το στρώμα αργά, σα να κάθεται κάποιος στη μεριά των ποδιών. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινα μια μικροκαμωμένη φιγούρα που καθώς είχε γυρισμένη την πλάτη στο λιγοστό φως που έμπαινε από το διάδρομο, διαγραφόταν σκοτεινή αλλά ευδιάκριτη. Περιέργως δεν ένοιωσα κανένα φόβο ή ξάφνιασμα αλλά μια απροσδιόριστη αίσθηση οικειότητας. Παλεύοντας με τη νύστα, και προσπαθώντας να αποφασίσω αν έπρεπε να ξυπνήσω ή να αγνοήσω άλλο ένα πλάσμα του ονείρου, μου φάνηκε πως άκουσα μικρούς κρυστάλλινους ήχους, σαν από μικροσκοπικές καμπανούλες να γεμίζουν το δωμάτιο. Και σιγά σιγά ένα γλυκό φως άρχισε να απαυγάζει τα σεντόνια, τις κουρτίνες και τα έπιπλα.
Και κείνος πια φαινόταν καθαρά, να περιμένει υπομονετικά την πλήρη μου αφύπνιση και να γελάει με το τόσο οικείο παιχνιδιάρικο γελάκι του: Ο Πήτερ Παν καθόταν στο κρεββάτι μου!

Με τη συνειδητοποίηση ήλθε και το ξάφνιασμα.
“Πήτερ, τι θες εδώ”
“Χαζέ, το ξέχασες!”
“Τι ξέχασα;”
“Την επέτειο”
“Ποια επέτειο”
Με κοίταξε με δήθεν αυστηρό ύφος και μετά γέλασε.
“ 'Έχεις ξεκουτιάνει με τα μπλογκς κι αφήνεις να περνάνε απαρατήρητα τα σημαντικά”
Τον κοίταγα αμίλητος και σαστισμένος μέχρι που με λυπήθηκε.
“Κλείσανε σαράντα χρόνια από τότε που γνωριστήκαμε. Κι έχεις να λάβεις ένα δώρο. Ένα ταξίδι στη Neverland”
“Πήτερ... ευχαριστώ, αλλά .., να.., πως στην ευχή...”
“Τι πως στην ευχή; Πως θα πας στην Neverland ή πως γνωριστήκαμε ή πότε;”
“Μα, ... όλα αυτά υποθέτω...”
“Αδιάβαστος, όπως πάντα. Γι αυτό αξίζεις το δώρο”, είπε, κλείνοντας μου πονηρά το μάτι. “Θα χρειαστεί να μελετήσεις λίγο πρώτα και μετά θα τα ξαναπούμε...”

Η σιλουέτα έσβησε σιγά σιγά όπως και το διάχυτο φως στο δωμάτιο. Σηκώθηκα αλαφιασμένος κι άναψα το φως. Ούτε ίχνος Πήτερ Παν! Καθώς βημάτιζα γύρω στο δωμάτιο για να σιγάσω την ταραχή μου , το μάτι μου έπεσε σ' ένα μικρό τομίδιο ακουμπισμένο στη μεριά του κρεββατιού που καθόταν ο Πήτερ. Το πήρα στα χέρια και τότε κατάλαβα. Ήταν το επετειακό τεύχος του Μίκυ Μάους για τα σαράντα χρόνια από την πρώτη ελληνική έκδοση.

Ονειροπόλος είναι αυτός που ταξιδεύει στο αλλού και στο τότε με τη φαντασία του. Κι από τέτοια ταξίδια έχω αρκετές αναμνήσεις για να γεμίσω τόμους. Τα πρώτα ονειροταξίδια μου, τα ενέπνευσε το εν λόγω περιοδικό. Γι αυτό και παρά τις εν πολλοίς σωστές αντιρρήσεις για την υφέρπουσα ύποπτη ιδεολογία του ποντικιού και των παπιών, εξακολουθώ να το αγαπώ. Γιατί ότι έχω συγκρατήσει από τις αναγνώσεις του δεν είναι ο ποντικομπάτσος Μίκυ, ο πλουτοκράτης Σκρούτζ, οι ανύπαρχτες οικογενειακές σχέσεις (όλο θείοι και ανήψια, ποτέ γονείς και παιδιά), τα ποταπά αλλά τόσο ρεαλιστικά κίνητρα των περιπετειών όπως η αύξηση του πλούτου (Σκρούτζ) ή η σύλληψη αυτών που προσπαθούν να τον οικειοποιηθούν (Λύκοι ή όπως μετονομάστηκαν, Μουργόλυκοι, Μάυρος Πήτ, Μαύρο Φάντασμα κτλ) Έχω διαβάσει, κατανοήσει και πιστέψει την ανάλυση του βιβλίου “Ντόναλντ ο Απατεώνας”, των Αρμάν Ματλάρ και Αριέλ Ντορφμάν. Αλλά η ανάλυση αυτή αφορά μεγάλους, δεν αφορά παιδιά.

Στο Μίκυ έβρισκα πάντα μια αφορμή για να αφήνω τη φαντασία μου να ταξιδεύει. Στο αλλού και το άλλοτε που είναι πάντα στη χώρα του Ποτέ, στη Neverland. Μέσα από αυτά τα ταξίδια έκανα την πρώτη γνωριμία με παλαιούς ανθρώπους και πολιτισμούς: Ίνκας, Ιπποτική Ευρώπη, Τουαρέγκ, Βαβυλώνα, πειρατές της Καραϊβικής, μέχρι και τη Μινωϊκή Κρήτη στην καταπληκτική περιπέτεια του Καρλ Μπαρκς για την αναζήτηση της φιλοσοφικής λίθου.

Κι υπήρχε κι η αντίστροφη πορεία στο χρόνο: πρόσω ολοταχώς, στο μέλλον. Στ' αστέρια και στους κατοίκους των. Και κάποιοι, όπως ο Ήτα Βήτα, έρχονταν απευθείας από το μέλλον! Και μας τραβούσαν στην προοπτική του.

Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και το σχέδιο, το χρώμα, η κίνηση στο χαρτί, αυτός ο κόσμος που δεν υπάρχει αλλά που ζει. Που δεν αναπνέει αλλά πάλλεται. Και μας επιτρέπει για λίγο να ζήσουμε και να δονηθούμε κι εμείς μαζί του.

Ήρεμος, ικανοποιημένος, λίγο μελαγχολικός με την ανάμνηση, ξάπλωσα πάλι να κοιμηθώ. Και καθώς βυθιζόμουνα στον ύπνο, άκουσα ξανά τις καμπανούλες κι ένοιωσα το γλυκό φως να περνάει τα βλέφαρά μου. Άλλα τώρα δεν απορούσα. Ήξερα ότι ήταν η Ντίνγκυ Μπελ που με ράντιζε με τη σκόνη της. Και σε λίγο άρχισα να μετεωρίζομαι, να με σπρώχνει το ρεύμα έξω από το παράθυρο, προς το νησί όπου μάταια προσπαθεί ο κάπταιν Χουκ, να ξεκάνει τους Πήτερ Παν αυτού του κόσμου.