Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Παρασκευή, Ιουνίου 30, 2006

Η περίοδος του ψαρέματος

Ήταν εμφανές ότι ο άνθρωπος υπέφερε. Μας το εξομολογήθηκε γρήγορα άλλωστε. 'Οχι πολύ δυνατά , μην τον ακούσουν κι οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες στο τραπέζι. Αλλά μια που είχε εύκαιρο αντρικό πληθυσμό, ήθελε να τα πει να ξαλαφρώσει.
Και δεν ήταν απορίας άξιο που ένοιωθε σαν κατάδικος. Ειδικά αν γνώριζες τη γυναίκα του. Όχι κακιά αλλά, πως να το πω, πολύ γυναικουλί.
Γενικά αυτό ήταν το πρόβλημά του. Δεν υπήρχε αντρική συντροφιά στην καθημερινότητά του. Διάβαζε την εφημερίδα στα κλεφτά. Κάπνιζε στο μπαλκόνι. Έπινε καμιά μπυρίτσα στη ζούλα και με την ψυχή στο στόμα. Και, το χειρότερο, έβλεπε ποδόσφαιρο μόνος του, κάτι που δεν του επέτρεπε να ενθουσιαστεί, να φωνάξει, να βρίσει... Το τελευταίο ειδικά ήταν πάντα αφορμή καυγά καθώς είχε δυο κόρες, μια 10 και μια 13 χρονών, κι η γυναίκα του γινόταν έξω φρενών όταν έβριζε μπροστά τους.

Μόνη του καταφυγή το ψάρεμα. Ξέφευγε από το κλουβί με τις τρελές και χαλάρωνε μεσοπέλαγα με το βαρκάκι του. Αν έπιανε και κανένα ψάρι, τόσο το καλύτερο. Σημασία είχε που δεν ήταν στο γυναικωνίτη.

Είχε συναίσθηση του αστείου του πράγματος, γι αυτό μας είπε και την σχετική ιστορία. Από το γυναικομάνι του σπιτιού (υπήρχε και μια πεθερά στη μέση) μόνο με τη μικρή κόρη του τα έβρισκε. Ήταν σαν να είχε ένα κατάσκοπο στο αντίπαλο στρατόπεδο. Μερικές φορές την έπαιρνε και στο ψάρεμα. Κι η μικρή τα πήγαινε μια χαρά. Τη μια χαρά δηλαδή; Αυτή έβγαζε τα ψάρια!

Μια μέρα του ζήτησε η γυναίκα του να πάνε οικογενειακώς για ψάρεμα. Έτσι, για αλλαγή.
Στην αρχή ξαφνιάστηκε, ύστερα δυσαρεστήθηκε γιατί θα έχανε τις λίγες ώρες ησυχίας του. Μετά σκέφτηκε ότι μπορεί και να τους άρεσε και να μην του γκρινιάζουν όταν το σκάει με το βαρκάκι.

Μπαίνει λοιπόν η οικογένεια στη βάρκα, γυναίκα, πεθερά και κόρες και κείνος καπετάνιος. Ξανοίγονται στη θάλασσα, δολώνουνε, ξαναδολώνουνε αλλά στα δέκα λεπτά οι κυρίες έχουν βαρεθεί γιατί δεν 'τσιμπάει' κι αρχίζουν να γκρινιάζουν. Αλλά εκείνος δεν πρόκειται να το ανεχτεί. Βάζει τις φωνές, για πρώτη φορά τόσο αποφασιστικά που καταλαβαίνουν ότι δεν τις παίρνει. Μόκο. Πρέπει να κάνουν υπομονή.
Και περιμένουν. Και περιμένοντας επιδίδονται στο αγαπημένο σπορ των γυναικών: μιλάνε.

Σε λίγα λεπτά η συζήτηση έχει πάρει τέτοια τροπή που ο δύστυχος νομίζει ότι τον έχει βαρέσει ο ήλιος: τι λέει το κοσμοπόλιταν, πότε θα αρχίσει να ξυρίζει τα πόδια της η μεγάλη κόρη, τι είναι της μόδας, τι ώρα θα πάνε κομμωτήριο το απόγευμα, ποιες βαφές δεν καταστρέφουν το μαλλί κτλ.
Ο τύπος τα έχει παίξει τελείως. Θέλει να γίνει δόλωμα για τα ψάρια ο ίδιος, να τυλιχτεί την καθετή και να πάει στον αγύριστο. Και τότε πετάγεται η μικρή και λέει το αμίμητο:
“ Τελικά ρε πατέρα, σ' αυτή τη βάρκα, μόνο εμείς οι δυο δεν έχουμε περίοδο”!