Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τετάρτη, Μαΐου 24, 2006

Που την κεφαλήν κλίναι..


Όσο θυμάμαι τον θείο μου, θυμάμαι και μπουκάλια πέριξ του. Έπινε από νέος. Κι ενώ κανονικά θα έπρεπε να έχει πάθει κήρωση και άλλες 'παιδικές ασθένειες', ακόμα και τώρα, μετά τα εβδομήντα, συνεχίζει την ίδια απαρασάλευτη αγωγή. Κι εντούτοις δεν τον έχω δει ποτέ μεθυσμένο. Ούτε καν ζαλισμένο. Δεν έχω ακούσει να έχει ανακατευτεί ποτέ, κι ούτε τον έχω δει σε κέφια ιδιαίτερα που να προδίδουν την προέλευσή τους. Ένα μυστήριο της φύσης!

Όταν άκουσα λοιπόν απ' αυτόν πως εντυπωσιάστηκε από το πόσο έπινε ένας άλλος θείος, έστησα αυτί γιατί υποπτεύθηκα ενδιαφέρουσα ιστορία.

“Με το φαΐ ήπιε ένα μπουκάλι τσικουδιά”, είπε εντυπωσιασμένος. “Και δεν ζαλίστηκε, ούτε χαλάστηκε καθόλου”.

Και το μυαλό μου άρχισε να τρέχει...

Αυτός ο 'άλλος' θείος είναι κομμάτι ζωντανής ιστορίας. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο 'κόκκινο νησί”, τη Μυτιλήνη, βγήκε στο βουνό δεκατεσσάρων χρονών μόνο, μεσούσης της κατοχής. Κι έμεινε κει για πολλά χρόνια.
Ο εμφύλιος πέρασε, οι σύντροφοι σκορπίσαν μα αυτός ασύλληπτος, μόνος, κρυβόταν στο βουνό. Κάποια βραδιά κατέβαινε να δει τους δικούς του. Πάντα τον καρτέραγαν σε ενέδρες χωροφύλακες κι άλλα 'καλά παιδιά'.

Δεν τον έπιασαν ποτέ. Ήταν ζωντανός θρύλος στο νησί. Κι έμεινε μέχρι τέλους στο βουνό. Μέχρι που δόθηκε αμνηστία. Το '59, αν δεν κάνω λάθος.

Μετρήστε χρόνια!

Τα νιάτα του όλα πήγαν εκεί. Αλλά και μετά. Μετά την αμνήστευση, όταν προσπάθησε να βιοποριστεί μ' ένα καφενείο, ερχόντουσαν χίτες και ρουφιάνοι διάφοροι, που στην καλύτεροι περίπτωση έδιωχναν τους πελάτες με μόνη την παρουσία τους, στην χειρότερη έστηναν καυγά για να τα σπάσουν. Και πάλι από την αρχή...

Μετά τη μεταπολίτευση τα πράγματα βελτιώθηκαν για το θείο. Είχε φτιάξει οικογένεια εν τω μεταξύ. Μπόρεσε να ζήσει πια σαν κανονικός άνθρωπος. Και συνέχισε τον ανένδοτο δρόμο του.

Αλλά μια νύχτα τρελή γκρεμίστηκε το τείχος του Βερολίνου, κατέρρευσε η Σοβιετική ένωση και όλο το ανατολικό μπλοκ κι ο άνεμος της αλλαγής έγινε ροκ τραγούδι.

Τον έχω δει δυό - τρεις φορές όλες κι όλες. Την πρώτη ήμουν παιδί και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα.
Την δεύτερη και ουσιαστική ήταν το '91 όταν πήγα και τον αναζήτησα κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μου διακοπών.
Περάσαμε κάποιες ώρες μαζί, τρώγοντας και πίνοντας. Εξέφρασε ένα ήπιο προβληματισμό για τις εξελίξεις αλλά είχε μια θλίψη πάνω του. Παρέμενε πιστός στην ιδεολογία του και ήλπιζε. Επειδή κατά ένα περίεργο τρόπο, όλοι οι κουμουνιστές, ανεξαρτήτως μόρφωσης είναι πάντα λίγο διανοούμενοι, έτσι κι αυτός, μου είχε πει ότι αρθρογραφούσε σε μια τοπική εφημερίδα. Συνέχισα τις διακοπές και δεν τον ξαναείδα.
Έκτοτε έχασε γυναίκα και παιδί κι έχει μείνει μόνος. Μόνος χωρίς οικογένεια, χωρίς χρόνο μπροστά του, χωρίς δικαίωση στον αγώνα του.

Δεν μου κάνει εντύπωση που πίνει. Ούτε που πίνει τόσο. Μου κάνει εντύπωση που δεν μεθά και που αντέχει...