Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τρίτη, Απριλίου 18, 2006

Η Αλίκη στη Χώρα των Χρωμάτων


Προς το τέλος της εφηβείας μου, όταν είχαν αρχίσει κάποιες νεόκοπες αισθητικές ευαισθησίες να καθοδηγούν τις επιλογές μου, είχα αγοράσει για το δωμάτιό μου δυο πόστερ αντίγραφα γνωστών πινάκων.

Το ένα ήταν η Γκερνίκα του Πικάσο, σύμβολο αντιφασιστικού αγώνα και πολύ της μόδας τότε.

Το άλλο δεν ήταν τόσο διάσημο. Επρόκειτο για την Αλίκη (Alice) του Modigliani.

Ένα κοριτσάκι με μακρυά ίσια μαλλιά, ντυμένο στα γαλάζια που κοιτάζει μετωπικά τον παρατηρητή.

Δεν θυμάμαι πια τι είχε υπαγορεύσει αυτήν την επιλογή. Τον Modigliani δεν τον γνώριζα ή, αν τον γνώριζα, θα ήταν από αναφορές σε κάποιο βιβλίο κι όχι από τους πίνακές του.

Ο πίνακας όμως μ' άρεσε κι εκ των υστέρων διαπιστώνω ότι αυτή η επιλογή ήταν πιο γνήσια κι αφορούσε τι πραγματικά άρεσε σε μένα κι όχι τι είχε πολιτική πέραση, όπως η Γκερνίκα.


Η Αλίκη έμεινε στο δωμάτιο μου για πολλά χρόνια. Είχε γίνει τμήμα του τοίχου. Στην αρχή την πρόσεχα που και που. Όταν μάλιστα διάβασα την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, του Λιούις Κάρολ, είχα υποσυνείδητα ταυτίσει τις δυο Αλίκες. Το γαλάζιο φόρεμα συντελούσε στην ταύτιση γιατί έτσι είχε ντύσει κι ο Ντίσνεϊ την δική του Αλίκη κι ο χρωματικός συνειρμός έδρασε υπόγεια.


Όμως κι αυτό το ενδιαφέρον έδωσε τόπο στην ισοπεδωτική συνήθεια κι έτσι η Αλίκη πέρασε το βασίλειο των ορατών αοράτων, όπως τα περισσότερα πράγματα που μας περιβάλλουν.


Χρόνια μετά, όταν το ενδιαφέρον μου και οι οικονομικές μου δυνατότητες είχαν μεταβληθεί, αποφάσισα ένα καλοκαίρι να επισκεφτώ την Ισλανδία, κόντρα στο ελληνικό έθιμο που επιβάλλει νησί και ξεροψήσιμο στον ήλιο. Στο πρόσωπο δυο φίλων είχα βρει πρόθυμους συνταξιδιώτες κι οι προετοιμασίες είχαν προχωρήσει έως και το κλείσιμο των αεροπορικών εισιτηρίων, όταν οι άλλοι δυο, για διαφορετικούς κι ανεξάρτητους λόγους, αναγκάστηκαν να ματαιώσουν.

Είχα μείνει μόνος, με διπλό δίλημμα: τι να κάνω το εισιτήριο αφενός και πως να περάσω τις καλοκαιρινές διακοπές αφετέρου. Σε μια έκρηξη πείσματος αποφάσισα να ταξιδέψω μόνος. Όχι όμως προς τον αρχικό προορισμό αλλά κάπου στη μέση, στην Κοπεγχάγη, όπου έτσι κι αλλιώς θα σταματούσα στο δρόμο για την Ισλανδία.


Βρέθηκα λοιπόν μονλαχος να έχω να γεμίσω δέκα ολόκληρες μέρες σε μια πόλη που δεν ήξερα κανέναν και τίποτα.


Σε μια από τις περιπλανήσεις στα διάφορα μουσεία της πόλης που διενεργούσα με επιμέλεια, όχι τόσο από καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, όσο από την ανάγκη να νικήσω την πλήξη, βρέθηκα στην Εθνική Πινακοθήκη. Περιδιαβαίνοντας την πινακοθήκη μάλλον αδιάφορα, τα βήματά μου μ' έφεραν σε μια μεγάλη αίθουσα όπου και συνάντησα το πρώτο οικείο πρόσωπο σ' αυτήν την πόλη: η Αλίκη του Μοντιλιάνι, όχι πια πόστερ, αλλά 'ζωντανός' πίνακας με κοίταζε από τον απέναντι τοίχο. Ένοιωσα έκπληξη ανάμικτη μ' ευχαρίστηση, μια ζεστασιά πατρίδας στον άξενο βορρά.

Η Αλίκη όμως που έβλεπα και που αναγνώριζα, δεν ήταν η Αλίκη που ήξερα. Το φως που αναδυόταν από τον πίνακα, έκανε το πόστερ μου να μοιάζει καρικατούρα. Ήταν η πρώτη φορά που ένοιωθα ένα έργο τέχνης να αναπνέει, να έχει φυλακισμένη τη ζωή μιας στιγμής και τη στιγμή μιας ζωής.

Κατάλαβα τότε ότι τον Modigliani θα τον αγαπούσα σε βάθος χρόνου.


Εξακολουθούσα παρόλ' αυτά να τον αγνοώ, να αγνοώ όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του και την πλειονότητα των έργων του.

Έβλεπα βέβαια από δω κι από κει πορτραίτα του με τους χαρακτηριστικά μακρύς λαιμούς και τ' άδεια αμυγδαλωτά μάτια, κι αναγνώριζα με βεβαιότητα την πατρότητά τους.


Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, χωρίς ποτέ να κάνω ένα βήμα γνωριμίας παραπάνω.


Έως φέτος το χειμώνα.

Πάλι σε μια ξένη χώρα, Γερμανία αυτή τη φορά, και άλλη αφορμή. Από σύμπτωση είδα ένα βιβλίο για τον Modigliani ψάχνοντας ένα άλλο ζωγράφο, το Έγκον Σήλε.


Το αγόρασα, όπως κι αυτό του Σήλε κι ένα ακόμα για την Ταμάρα Λέμπικα, και με την σοδειά μου αυτή, πέρασα τις μακριές ώρες των πτήσεων της επιστροφής.


Φαίνεται πως κάτι μ' έλκει στους ανθρώπους που ζήσαν μια έντονη και σύντομη ζωή, που ζήσαν ακραία κι ασυμβίβαστα, που ήταν βασικά ξένοι στον καιρό και στον κύκλο τους και που ο κόσμος τους αναγνωρίζει και τους θαυμάζει αφού τους έχει πρώτα τσακίσει. Κι η περίπτωση του Amedeo Modigliani είναι τέτοια.

Στα τριανταέξι σύντομα χρόνια της ζωής του που τα περισσότερα σαν ενήλικος τα έζησε στο Παρίσι, πρόλαβε να ερωτευθεί και να ασωτεύσει, να μισήσει και ν' αγαπηθεί, ν' αρρωστήσει και να τρελάνει άλλους, και προπαντών να ζωγραφίσει, έτσι όπως του υπαγόρευε η δική του αισθητική, κόντρα στα ρεύματα των τότε καιρών που αναποδογύριζαν τα πάντα στο Παρίσι.

Ο Modigliani είναι βασικά 'αντιμοντέρνος' γιατί καταπιάνεται με δύο κατεξοχήν πολεμημένα από τη μοντέρνα τέχνη θέματα: το πορτραίτο και το γυμνό.

Αλλά τι χρωστήρας είναι αυτός! Τι μάτι που διακρίνει το μορφικά κι όχι zψυχολογικά ενδιαφέρον!


Τι σχήμα και τι πλάσιμο! Το πορτραίτο παύει να 'ναι ένα ανθρώπινο θέμα και το γυμνό μια ερωτική φιγούρα. Ο Modigliani ψάχνει τι κρύβει το ανθρώπινο σχήμα. Και τι βρίσκει; Ποιος ξέρει;


Δεν πρόλαβε να μας πει. Τον παίρνει η φυματίωση στις αρχές του 1920. Κι είναι τόσος ο έρωτας που έχει εμπνεύσει αυτός ο μοναχικός και ταλαιπωρημένος άνθρωπος, ο ζωγράφος με το μοναδικό σακάκι, με το Άσματα του Μαλτντορόρ (του Λωτρεαμόν) πάντα στην τσέπη, ο χασισοπότης κι αλκοολικός, ο γυναικάς κι ο μποέμ, που η φίλη του κι ερωμένη του, Ζαν Εμπυτέρν, στην είδηση του θανάτου του, παίρνει τη ζωή της και τη ζωή του παιδιού τους που κυοφορεί και που σε λίγο θα έβλεπε τον κόσμο.


Έτσι μ' ένα σκοτεινό γύρισμα σελίδας, ο κουρελής για τον οποίο ο Πικάσο είχε πει ότι είναι ο μοναδικός άντρας στο Παρίσι που ξέρει να ντύνεται, πέρασε από τη ζωή στη λήθη και τη μνήμη. Λήθη του κόσμου ολοδική του, ψιχία μνήμης για όσους αγαπάμε στους μοναχικούς τη μοναξιά μας.



(Στις φωτογραφίες είναι ο Αμεντέο και η Ζαν, ενώ οι Πίνακες είναι δυο πορτραίτα της Ζαν).