Το κατά Αντίμπ ευαγγέλιον
Πριν έξη χρόνια, σ’ ένα κατά τ’άλλα πικρό ταξίδι στην Κυανή Ακτή, βρέθηκα με περιφέρομαι στα δρομάκια της Αντίμπ (παραφθορά του Αντίπολις λένε, από την αρχαία ελληνική αποικία).
Εκεί, σε μια μικρή πλατεία, στη μέση περίπου που δρόμου που διατρέχει το παραθαλάσσιο τείχος, είδα με μεγάλη μου έκπληξη, πως η πλατεία είχε πάρει το όνομά της από το Νίκο Καζαντζάκη.
Είχα απορήσει και αισθανθεί περήφανος, που μια μικρή γαλλική πόλη τιμούσε τον έλληνα συγγραφέα. Δεν θυμόμουν πως είχε μείνει και συγγράψει εκεί στα τέλη του 40 και στις αρχές του πενήντα, παρότι ανακάλυψα εκ των υστέρων ότι το είχα διαβάσει στον Πρεβελάκη (”Ο Ποιητής και το Ποίημα της Οδύσσειας“).
Στην Αντίμπ ο Καζαντζακης έγραψε πολλά γνωστά μυθιστορήματά του, μεταξύ των οποίων τα: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Ο Αλέξης Ζορμπάς και ο Καπετάν Μιχάλης.
Αναφέρω τα παραπάνω με αφορμή τη σημερινή επέτειο του θανάτου του Καζαντζάκη (49 χρόνια κλείνουνε, από το 1957) όχι τόσο σαν είδος φιλολογικού μνημόσυνου όσο γιατί νομίζω ότι κάπως έτσι, μια μικρή άγνωστη πλατεία σε μια μακρινή πόλη, τείνει να γίνει κι η μνήμη του. Κι υπάρχουν λόγοι γι αυτό.
Ο Καζαντζάκης πάντα εξέγειρε βίαια συναισθήματα, είτε παράφορης, αφοσίωσης είτε μίσους.
Στην εφηβεία μου μπορώ να πω ότι διατελούσα υπό την υπνωτική επιρροή του άστρου του. Λίγο μετά την μεταπολίτευση (τότε ήμουν έφηβος, για τους μη παρεπιδημούντας την Ιερουσαλήμ :)), ο Καζαντζάκης γνώρισε νομίζω τη μεγαλύτερη αποδοχή που βρήκε ποτέ στον τόπο του. Θέλεις έφταιγε το αριστερό πνεύμα των καιρών που οικειοποιείτο τιην μαρξιστική του περίοδο (τις μέρες στο Βερολίνο στον κύκλο της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ή τα ταξίδια του στη Μόσχα και τη στράτευσή του στην ιδέα της δημιουργίας ενός νέου κόσμου); Θέλεις πάλι γιατί το παλαιό κατεστημένο,παλάτια, εκκλησίες, συνταγματάρχες, είχαν σταθεί πολέμιοί του και ξαφνικά το αντιλήφθηκαν όλοι όσοι είχαν ξυπνήσει αντιστασιακοί; Πάντως τα έργα του, οι γνωστοί δεμένοι με μπορντώ χρώμα τόμοι, ήταν κάτι σαν ισχυρό νόμισμα στον κόσμο του βιβλίου.
Μετά τα μέσα του ογδόντα, νομίζω, όταν πιά και τα σχετικά σήριαλ άρχιζαν να ξεχνιούνται, ο Καζαντζάκης ξεχάστηκε. Διάφοροι διανοούμενοι με προεξάρχουσες γυναίκες που γνώρισε, είχαν φροντίσει να παρουσιάσουν μια δυσάρεστη εικόνα του: Η Γαλάτεια, πρώτη γυναίκα του, η Έλλη Αλεξίου, η Λιλή ζωγράφου κ.α. Θυμάμαι επίσης το Βασίλη Βασιλικό σε μια ραδιοφωνική εκπομπή να δηλώνει πόσο τον αντιπαθούσε, και τον συνομιλητή του (που δεν θυμάμαι πια) να συμφωνεί.
Αλλά η γνώμη των διανοουμένων λίγο μετράει για τη λήθη. Νομίζω ότι έχουν φταίξει άλλα πράγματα.
Και καταρχήν η γλώσσα.
Ο Ν.Κ. στάθηκε μέχρι τέλους οπαδός μια μάλλον ακραίας μορφής δημοτικής, γεμάτης με λέξεις δυσεύρετες (που εκείνος επιμελώς αποθησαύριζε στις περιηγήσεις και επαφές του), ακούγεται στουν νεώτερους το ίδιο ή και περισσότερο ξένη από την καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη. Το να διαβάσει κανείς σήμερα την Οδύσσειά του είναι μια οδύσσεια από μόνο του!
Μετά ήταν η θεματολογία του και οι ήρωές του. Στο έργο του Καζαντζάκη δεν βρίσκεις χαρακτήρες με τους οποίους εύκολα μπορείς να ταυτιστείς. Οι κύροι χαρακτήρες των βιβλίων του δεν είναι καν ανθρώπινοι. Μπορούν να χρησιμέψουν για ινδάλματα, προφήτες και πρότυπα ηρωϊκού ανθρώπου, αλλά δεν είμαστε μεις. Στην αντιηρωϊκή και σκεπτικιστική στάση του τωρινού αναγνώστη μοιάζουν παράτεροι, too much of a good thing.
Τέλος, είναι κι η περίφημη φημολογία ότι δεν είχε σχέσεις με γυναίκες. Ο ίδιος, παρότι παντρεμένος δυό φορές, θεωρούσε εαυτόν ασκητή. Περισσότερα επί του θέματος δεν ξέρω και όσα είχα διαβάσει τα έχω ξεχάσει πια. Αλλά σίγουρα, βιβλία που το σεξ εμφανίζεται ως ανασταλτικό στην πνευματική πορεία, δεν θα έλεγα ότι γίνονται ακριβώς μπεστ σέλλερ στις μέρες μας.
Τελικά αξίζει ο Κρητικός;
Κατά την ταπεινή μου γνώμη πολύ. ´Οχι όμως στα προφανή. Η αξία του Καζαντζάκη έγκειται στο παράδειγμα του.
Εξηγούμαι. Το πρόβλημα της ελληνικής πνευματικής και κοινωνικής ζωής είναι ο επαρχιωτισμός της.
Τι σημαίνει επαρχιωτισμός; Θα το πω με ένα παράδειγμα.
“Στο χωριό μου έχουμε τα καλύτερα κορίτσια, την πιο όμορφη θάλασσα και το θεϊκώτερο κρασί.”
Στα όρια μιας τέτοιας συμπεριφοράς εξαντλείται η σύγχρονη ελληνική πνευματικότητα.
Ο Καζαντζάκης ήταν ακριβώς το αντίθετο. Δεν ζούσε μόνο στην Ελλάδα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν συναναστρεφόταν μόνο τους Έλληνες ομοίους του. Δεν αντλούσε όραμα μόνο από τις ελληνικές παραδόσεις (Βλέπε “Βούδας“, “Φτωχούλης του Θεού” κ.α.) . Το σύνορο του πνευματικό του ορίζοντα δεν ήταν στα καφέ του Κολωνακίου και στα μπαρ της Μυκόνου.
Ο Ν.Κ. ήταν κοσμοπολίτης. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ο πιο μεταφρασμένος έλληνας συγγραφέας.
Αυτό τον κοσμοπολίτη πρέπει να τίμησαν οι Γάλλοι της Αντίμπ. Γιατί μεγάλος όποιος μιλάει για όλους τους ανθρώπους του τόπου του, αλλά μεγαλύτερος αυτός που μπορεί να γίνει φωνή για όλο τον κόσμο.
Το θεωρώ άκρως συμβολικό δε, το ότι πρέπει να είναι ο μόνος έλληνας, που θάφτηκε εκτός νεκροταφείου, πάνω στα Βενετσιάνικα τείχη, στην ντάπια Μαρτινέγκο στο Ηράκλειο.