Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Σάββατο, Μαΐου 06, 2006

Η βασίλισσα κι ο καμπούρης


Ο μικρός Κωνσταντίνος, τεσσάρων μόλις ετών, σε μια στιγμή αταξίας, ξέφυγε από την παραμάνα του κι έπεσε και χτύπησε. Δεν ήταν ένα απλό χτύπημα, απ' αυτά που γρατζουνίζουν παιδικά μουτράκια και σημαδεύουν γονατάκια. Ήταν ένα σοβαρό χτύπημα στην σπονδυλική με ολέθριες συνέπειες: επέφερε κύφωση και μια δυσμορφία που τον συνόδευαν σ' όλη τη μετέπειτα ζωή του βαραίνοντας αντίστοιχα και στην ψυχή του.

Ο Κωνσταντίνος μεγαλώνοντας, αρχικά στράφηκε προς ιατρικές σπουδές αλλά γρήγορα τα παράτησε.Η οικογενειά του ήταν εύπορη και μπορούσε να του παράσχει διεξόδους κι έτσι έφυγε στη Βιέννη για να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία.

Η μοίρα, παρόλο που δεν είναι κάτι υπαρκτό, είναι πάντα μια γοητευτική λογοτεχνική εξήγηση. Μια εξήγηση σύμφωνη με το πνεύμα και τους αισθητικούς προσανατολισμούς του Κωνσταντίνου. Η μοίρα, λοιπόν, εκεί στη Βιέννη, του χτύπησε μια μέρα την πόρτα με αυτοκρατορικό αγγελιαφόρο. Μάλλον, χτύπησε την πόρτα του αδελφού του πρώτα, που έμενε στο ίδιο σπίτι. Κάποιο σημαίνον πρόσωπο ζητούσε να μάθει ελληνικά και είχε βρει στο πρόσωπό του τον πιθανό δάσκαλο. Ο αδελφός, κλειστός, δειλός και μάλλον βαρύς τύπος, αρνήθηκε το αίτημα και ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να πάρει τη θέση του.

Και το παραμύθι αρχίζει...

Η Αυτοκράτειρα Ελισάβετ, η λεπτή μακρυμαλούσα Σίσυ, που οι συγκαιρινοί μας έχουν μάθει από την ταινία με τη Ρόμυ Σνάϊντερ, ήταν μια εμβληματική γυναίκα. Όμορφη, ακόμα και με τα σημερινά γούστα, τραγική (ποια μάνα που χάνει το παιδί της δεν είναι;), μεγάλης πια ηλικίας (γύρω στα εξήντα) αλλά αμείωτης ομορφιάς και φιλαρέσκειας (ξόδευε ώρες για χτένισμα των μέχρι τα πόδια μακριών μαλλιών της κάθε μέρα). Αυτή η γυναίκα, που καθόταν στο θρόνο μιας από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της εποχής και που λίγο το απολάμβανε, αποξενωμένη από καιρό από τον άνδρα της Φραγκίσκο Ιωσήφ που μικρή πολύ είχε αγαπήσει, και με αγιάτρευτη την απώλεια του γυιού της Ροδόλφου (που είχε αυτοκτονήσει μαζί με την ερωμένη του Μαρία Βετσέρα, ίσως γιατί ο έρωτάς τους ήταν ο αδιέξοδος έρωτας ενός πρίγκηπα για μια κοπέλα κατώτερης τάξης), περνούσε τις μέρες της διαβάζοντας και μαθαίνοντας, και το τελευταίο που είχε επιθυμήσει να διδαχτεί ήταν τα ελληνικά. Μπορεί την επιθυμία να υπαγόρευε και μια πρακτική αναγκαιότητα: η θερινή κατοικία ανάμεσα σε ελληνόφωνους, στην Κέρκυρα, στο Αχίλλειο.

Όποιος και να 'ταν ο λόγος, έφερε τον νεαρό λογοτέχνη και καθηγητή στα ανάκτορα, σαν προσωπικό δάσκαλο της αυτοκράτειρας.

Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, δεν είχε ευτυχήσει σε έρωτες. Η φυσική του κατάσταση ήταν
απαγορευτική κι η μελαγχολία του καθόλου δεν του ενέπνεε την τόλμη που απαιτεί ο έρωτας. Η γυναίκα κοντά στην οποία θα περάσει τις περισσότερες ώρες μόνος, είναι η Σίσυ. Δεν θα μπορούσε να μην την ερωτευτεί. Δεν θα μπορούσε να μην νοιώσει ευτυχισμένος να βρίσκεται δίπλα της. Δεν θα μπορούσε όμως και να υπερβεί τους φραγμούς της θέσης του, της κατάστασής του και του καιρού του: Ότι νοιώθει είναι δικό του, μέσα του, είναι μέρος της μελαγχολίας του και της τέχνης του συνάμα. Κι όπως κάθε τι εγκλωβισμένο, παίρνει γιγάντιες διαστάσεις. Η Αυτοκράτειρα Ελισάβετ δεν είναι μια όποια γυναίκα. Είναι μια θεά. Όταν μιλά γι αυτήν χρησιμοποιεί το 'Εκείνη' με κεφαλαίο Ε. Περνά κοντά της γύρω στα τρία χρόνια διδάσκοντάς την και διδασκόμενος. Ο χρόνος με τη Σίσυ είναι χρόνος εκτός χρόνου. Η Ιστορία έχει σταματήσει. Είτε στους κήπους του Σένμπρουν, είτε στις εξοχές τις Κέρκυρας, είτε στα παράλια της Αδριατικής, η φύση μόνο στέκει δίπλα τους και υπομνηματίζει τις συζητήσεις του και φτιάχνει το ντεκόρ για τους μοναχικούς τους περιπάτους.
Κι εκείνος, ένας πιστός μαθητής της μεγάλης Ιέρειας, ρουφάει τα λόγια της, τις κινήσεις της, τα χαμόγελα και τις λύπες της... Τα ζυμώνει μέσα του, τα δουλεύει, τα εξυψώνει όσο δεν παίρνει και, τέλος, τα μεταπλάθει σ' ένα Ευρωπαϊκό βιβλίο, το κορυφαίο του έργο: Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ.

Το βιβλίο γράφεται πρώτα στα Γερμανικά και μεταφράζεται από τον ίδιο στα Ελληνικά. Είναι το πιο εστέτ βιβλίο που έχει γραφτεί από Νεοέλληνα λογοτέχνη. Ο Χρηστομάνος στρίμωξε μέσα του όλα τα μαθήματα της αισθητικής των συμβολιστών, του εκλεκτισμού και των νεορωμαντικών. Προσωπικά δεν έχω βρει σε ελληνικό βιβλίο αναφορές στου Πρεραφαηλίτες αλλού εκτός από τον δω.


Αλλά ο καμπούρης του παραμυθιού μας είναι φυσιογνωμία μισημένη από την ευτυχία: το βιβλίο, που μέσα είχε βάλει την ψυχή του, απαγορεύεται στην Αυστρία γιατί θεωρείται ότι προσβάλλει την μνήμη της Αυτοκράτειρας που πριν λίγο καιρό είχε δολοφονηθεί στην Γενεύη από Ιταλό αναρχικό. Κι ο ίδιος χαρακτηρίζεται persona non grata κι αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Γράφω αυτά τα λίγα για το Χρηστομάνο από ένα αίσθημα αδικίας: είδα για πρώτη φορά να αναφέρεται το όνομά του με ελάχιστες λεπτομέρειες κι εξηγήσεις,όταν είχα επισκεφτεί το Αχίλλειο. Γενικά, σιγή...
Το βιβλίο, ανεξάρτητα αν πια είναι παρωχημένου γούστου, είναι ένα ιστορικό μνημείο κι η Ελλάδα του συμπεριφέρθηκε όπως και σ' όλα τα μνημεία: το βύθισε στη λήθη.
Κι ο ίδιος ο Χρηστομάνος βυθίστηκε στη λήθη, παρά τη σημαντική συνεισφορά του στην εξέλιξη του νεοελληνικού θεάτρου, το οποίο εκμοντέρνισε κι ανέβασε αισθητικά και δραματουργικά όταν ανέλαβε την διεύθυνση της Νέας Σκηνής.

Η μητέρα μου πάσχει από Αλτσχάιμερ. Το πιο τραγικό στην αρρώστια αυτή δεν είναι η απώλεια της μνήμης, αλλά η απώλεια της ταυτότητας του προσώπου. Χωρίς μνήμη δεν υπάρχει προσωπικότητα. Γι αυτό και γω προσπαθώ εδώ να θυμήσω μια ιστορία λησμονημένη, γιατί όσο θυμόμαστε, είμαστε, κι είμαστε ότι θυμόμαστε...