Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 02, 2006

Οι Αλήτες του Ντάρμα


Αν δεν έχεις ταξιδέψει με ωτοστόπ με άξεστους φορτηγατζήδες, πλανόδιους πωλητές και ξενύχτηδες που επιστρέφουν στην πόλη τους...

Αν δεν έχεις κοιμηθεί κάτω από το φως των αστεριών με τα κουνούπια και τα μυρμήγκια συντροφιά, σ' ένα σλήπιν μπαγκ που μουσκεύει από την υγρασία...

Αν δεν έχεις ψήσει τον καφέ σου σε φωτιά από σκουπίδια και ξύλα...

Αν δεν έχεις μεθύσει παρέα με τυχαίους αλήτες συντροφιά...

Αν δεν θεωρείς μια τέτοια ζωή αφορμή για την αγιότητα και κανόνα για την υπερβαση, τότε μάλλον δεν ανήκεις στους Αλήτες του Ντάρμα, την εκλεκτή αυτή χορεία των τρελών ποιητών και μποέμ που ασπάζονταν το βουδισμό με την ίδια ζέση που ασπάζονταν τα στήθη τυχαίας ερωμένης.


Οι “Αλήτες του Ντάρμα είναι το πιο φιλοσοφικό βιβλίο του Τζακ Κέρουακ, της εμβληματικής αυτής φιγούρας των μπήτνικ.


Το βιβλίο καλύπτει διάστημα ενός περίπου χρόνου και περιγράφει τη ζωή του συγγραφέα και κυρίως τη φιλική του σχέση με τον Γκάρυ Σνάϊντερ (στο βιβλίο αναφέρεται ως Τζάφι Ραϊντερ), επίσης μπήτνικ, ποιητή, βουδιστή, με λίγα λόγια Αλήτη του Ντάρμα, όπως ο Κέρουακ.


Δεν έχω σκοπό να γράψω κάποια βιογραφία εδώ. Τα βαριέμαι αυτά. Μπορείτε να δείτε τους συνδέσμους προς την Wikipedia για περισσότερες πληροφορίες.

Ούτε έχω σκοπό να κάνω φιλολογική κριτική στο βιβλίο. Επίσης το βαριέμαι. .

Ο λόγος που ασχολούμαι μ' αυτό το θέμα, είναι αυτή η απορία, σύγχυση, συγγένεια αλλά και απόσταση, θαυμασμός και αποστροφή που μου έχει αφήσει.

Κυρίως αυτό που δεν μπορώ να κατανοήσω είναι η τόσο μεγάλη διάδοση του βουδισμού στις γραμμές των μπήτνικ κι η χαλαρή αντιμετώπισή του (στο βιβλίο εναλλάσσονται συνεχώς περιγραφές στιγμών διαλογισμού, συμπαντικής κατανόησης και αρμονίας με άγρια μεθύσια και ήπια όργια).

Αν ζούσα το '50 στην Αμερική, μεσούντος του Μακαρθισμού και του ψυχρού πολέμου, μπορεί και να θεωρούσα την πρόταση του Κέρουακ για μια ζωή αλήτη πιστού στα δόγματα του βουδισμού και της μπουκάλας, σαν το μόνο εφικτό.

Αν πάλι ήμουν είκοσι χρονών, μπορεί να έχωνα το βιβλίο μέσα στο σάκο μου και να το είχα προσκεφάλι στις περιπλανήσεις μου.

Στην εποχή και στην ηλικία που ζω, μου μένει μόνο η πικρή γεύση μιας χαμένης γενιάς κι ενός χαμένου παραδείσου