Διαφημίσεις

Google
 

Από τη νέα Διεύθυνση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Κυριακή, Απριλίου 30, 2006

Ανεφικτολογίες


Η επαφή μου με αυτό που σήμερα αποκαλούμε 'κόμικ' ξεκίνησε στην ηλικία των έξη. Συμπτωματικά εκείνη τη χρονιά άρχισε να εκδίδεται και το περιοδικό Μίκυ Μάους, που έγινε γρήγορα το αγαπημένο εικονογραφημένο της παιδικής μου ηλικίας. Είχαν προηγηθεί τα Μικρά Κλασσικά, τα Κλασσικά Εικονογραφημένα και λίγα τεύχη του Γέλιο και Χαρά, αλλά δεν τα συνυπολογίζω γιατί τα δύο πρώτα δεν τα θεωρώ κόμικ και το τρίτο ήταν τεύχη φίλων και ποτέ δικών μου.
Έπιασα να συλλέγω Μίκυ Μάους από το τεύχος 20 και σταμάτησα κάπου μετά το 350 χωρίς να έχω χάσει τίποτα ενδιάμεσα. Μιλάμε για 6-7 χρόνια δηλαδή. Στην διαδρομή προστέθηκαν κι άλλα περιοδικά (Μεγάλο Μίκυ, Κλασσικά Ντίσνεϊ,κλπ) αλλά ο κύριος όγκος της συλλογής παρέμενε αυτός.

Κάποια στιγμή στην αρχή της εφηβείας με κατέλαβε μια ανεξήγητη παρόρμηση να σταματήσω. Υποθέτω ότι οι συνομήλικοι με κορόιδευαν ή κάτι τέτοιο. Υπό το βάρος αυτής της εξωτερικά επιβεβλημένης ενηλικίωσης, κι ακολουθώντας πιστά τον χαρακτήρα μου ,που πάντα μου επιφυλάσσει ακραίες εκδηλώσεις, βρέθηκα να καλώ τους μικρότερους της γειτονιάς και με απλόχερη (κι ηλίθια) γενναιοδωρία τους μοίρασα όλη τη συλλογή μου! Γρήγορα το μετάνιωσα αλλά ήταν αργά.

Από τις ιστορίες του Μίκυ αυτές που μου έκαναν περισσότερη εντύπωση ήταν όσες αναφέρονταν σε άλλες εποχές ή άλλους τόπους. Ένοιωθα τότε την ανέφικτη επιθυμία να βρεθώ 'εκεί', όχι στο πραγματικό ή ιστορικό αντίστοιχο, αλλά σ' αυτό τον χάρτινο κόσμο, με τα ζωηρά χρώματα, την περιπέτεια-παιγνίδι και την αιώνια στασιμότητα των ηλικιών των χαρακτήρων. Θυμάμαι φορές που αυτή η επιθυμία έπαιρνε χαρακτήρα παροξυσμού και το ότι δεν μπορούσα να την πραγματώσω με γέμιζε μια βαρεία και καθόλου παιδική θλίψη.

Με την εφηβεία γρήγορα 'ξέχασα' καθώς νέα θέματα κατέλαβαν την κορυφή της ατζέντας των επιδιώξεων: το άλλο φύλλο, τι θα σπουδάσω, πολιτική, μουσική κτλ. Κοντολογίς, τίποτε διαφορετικό από τους άλλους της γενιάς μου. Και περιέπεσε στη λήθη μέχρι...

Σήμερα ξεφύλλιζα το βιβλίο του Μοντιλιάνι που μοίραζε η Σαββατιάτικη Ημερησία και στο αντίκρυσμα αυτών των λαμπερών και προ πολλού χαμένων προσώπων ένοιωσα πάλι μια θλίψη, γλυκιά κι υπόγεια. Στην αρχή την πήρα για αισθητική συγκίνηση, μέχρι που συνειρμικά, σχεδόν ψυχαναλυτικά, ξεπήδησε στο μυαλό μου η ανάμνηση της παλιάς παιδικής μελαγχολίας που γεννούσε η επιθυμία του ανέφικτου. Κατάλαβα ότι η θλίψη μου προερχόταν από την κρυφή λαχτάρα να εισδύσω στο χαρτί, να δω τους χαρακτήρες του 'Μόντι' να ζωντανεύουν (με τη γεωμετρία και τα χρώματα του ζωγράφου), να 'ναι ένας κόσμος βουβός όπου οι εικόνες θα μιλάνε από μόνες τους, κι εγώ θα 'χω σώμα από λάδια κι ακρυλικά.

Άθλιος ψυχισμός! Κι όμως αυτός με συνέχει, καταλαβαίνω τώρα. Η κινητήρια δύναμη της ζωής μου είναι η επιδίωξη του ανέφικτου κι η ταυτόχρονη επίγνωση της ματαιότητάς της.

Αλλά, σκέφτομαι, αυτή δεν είναι η κινητήρια δύναμη της δημιουργίας γενικά; Δεν υπάρχει πραγμάτωση ονείρου που να ανταποκρίνεται στο αρχικό σχέδιο. Η πορεία απλώς γεννά παράπλευρες δημιουργίες, κάποιες ασύλληπτα θαυμαστές, κάποιες απλώς χρήσιμες.
Συμφιλιώνομαι με τον εαυτό μου καθώς θυμάμαι τον Σαίξπηρ:We are from the staff that dreams are made και συνεχίζω τραγουδώντας:


Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής,
των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων